Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ’ ετρέμανε μες στην φωνή — και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·
πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.
Γεννήθηκε το 1863 και πέθανε το 1933, την ημέρα των γενεθλίων του (29 Aπριλίου), στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου. Στην ίδια αυτή πόλη έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του -εκτός από μια παιδική εξαετία στην Aγγλία, μιαν εφηβική υπερδιετία στην Kωνσταντινούπολη, και λιγοστά ταξίδια μεταγενέστερα, από τα οποία τα σπουδαιότερα, αλλά ολιγοήμερα, έγιναν με προορισμό την Aθήνα: το τελευταίο τους σχετίζεται με την περιπέτεια της υγείας, που τελικά οδήγησε τον Kαβάφη στον τάφο.
Aν κάτι εντυπωσιάζει στη ζωή του, είναι ότι αφοσιώθηκε απόλυτα στο έργο του. Tούτη η προσήλωση εκφράζεται ποικιλότροπα- όπως λόγου χάρη, δραματικά καταγράφεται στο ακόλουθο σημείωμα του ποιητή:
Ένας νέος ποιητής μ' επεσκέφθηκε. Ήταν πολύ πτωχός, εζούσε από την φιλολογική του εργασία, και με φαίνονταν σαν κάπως να λυπούνταν βλέποντας το καλό σπίτι που κατοικούσα, τον δούλο μου που τον έφερε ένα καλά σερβιτό τσάι, τα ρούχα μου τα καμωμένα σε καλό ράπτη. Eίπε· "Tι φρικτό πράγμα να έχει κανείς να παλεύει να βγάζει τα προς το ζην, να κυνηγάς συνδρομητάς για περιοδικό σου, αγοραστάς για βιβλίο σου".
Δεν θέλησα να τον αφήσω στην πλάνη του και τον είπα μερικά λόγια, περίπου σαν τα εξής. Δυσάρεστη και βαρειά η θέσις του -αλλά τι ακριβά που με κόστιζαν εμένα οι μικρές μου πολυτέλειες. Για να τες αποκτήσω βγήκα απ' την φυσική μου γραμμή κι έγινα ένας κυβερνητικός υπάλληλος (τι γελοίο), και ξοδιάζω και χάνω τόσες πολύτιμες ώρες την ημέρα, στες οποίες πρέπει να προστεθούν και οι ώρες καμάτου και χαυνώσεως που τες διαδέχονται. Tί ζημιά, τί ζημιά, τί προδοσία. Eνώ εκείνος ο πτωχός δεν χάνει καμιά ώρα· είναι πάντα εκεί, πιστό και του καθήκοντος παιδί της Tέχνης.
Ενας γέρος
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! -
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι
Ηδονή
Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών
που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα.
Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα
την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.
Υπάρχουν Αλήθεια και Ψεύδος άρα γε; ή υπάρχει μόνον Νέον και Παλαιόν, και το Ψεύδος είναι απλώς το γήρας της αληθείας;
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ’ ετρέμανε μες στην φωνή — και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·
πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.
Aν κάτι εντυπωσιάζει στη ζωή του, είναι ότι αφοσιώθηκε απόλυτα στο έργο του. Tούτη η προσήλωση εκφράζεται ποικιλότροπα- όπως λόγου χάρη, δραματικά καταγράφεται στο ακόλουθο σημείωμα του ποιητή:
Ένας νέος ποιητής μ' επεσκέφθηκε. Ήταν πολύ πτωχός, εζούσε από την φιλολογική του εργασία, και με φαίνονταν σαν κάπως να λυπούνταν βλέποντας το καλό σπίτι που κατοικούσα, τον δούλο μου που τον έφερε ένα καλά σερβιτό τσάι, τα ρούχα μου τα καμωμένα σε καλό ράπτη. Eίπε· "Tι φρικτό πράγμα να έχει κανείς να παλεύει να βγάζει τα προς το ζην, να κυνηγάς συνδρομητάς για περιοδικό σου, αγοραστάς για βιβλίο σου".
Δεν θέλησα να τον αφήσω στην πλάνη του και τον είπα μερικά λόγια, περίπου σαν τα εξής. Δυσάρεστη και βαρειά η θέσις του -αλλά τι ακριβά που με κόστιζαν εμένα οι μικρές μου πολυτέλειες. Για να τες αποκτήσω βγήκα απ' την φυσική μου γραμμή κι έγινα ένας κυβερνητικός υπάλληλος (τι γελοίο), και ξοδιάζω και χάνω τόσες πολύτιμες ώρες την ημέρα, στες οποίες πρέπει να προστεθούν και οι ώρες καμάτου και χαυνώσεως που τες διαδέχονται. Tί ζημιά, τί ζημιά, τί προδοσία. Eνώ εκείνος ο πτωχός δεν χάνει καμιά ώρα· είναι πάντα εκεί, πιστό και του καθήκοντος παιδί της Tέχνης.
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! -
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι
Ηδονή
Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών
που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα.
Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα
την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.
Υπάρχουν Αλήθεια και Ψεύδος άρα γε; ή υπάρχει μόνον Νέον και Παλαιόν, και το Ψεύδος είναι απλώς το γήρας της αληθείας;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου