Οι δανειστές προειδοποιούν ανοικτά ότι, αν δεν γίνει σωστή διαχείριση των «κόκκινων» δανείων ώστε να ανακοπεί η αυξητική πορεία τους, θα αναβιώσει ο κίνδυνος να χρειαστούν οι τράπεζες νέα ανακεφαλαιοποίηση.Το μάθαμε το παραμύθι.
Από την άλλη, θέτουν και ζήτημα ανάπτυξης. «Αν δεν πουληθούν “κόκκινα” δάνεια εδώ και τώρα, ώστε οι τράπεζες να αποκτήσουν ρευστότητα τουλάχιστον 8-10 δισ. ευρώ, πώς θα αρχίσει εκ νέου να χορηγείται φρέσκο χρήμα προκειμένου να χρηματοδοτηθούν επενδυτικά σχέδια;».
Η «τεχνοκρατική» επιχειρηματολογία των δανειστών έρχεται όμως σε σύγκρουση με την «πολιτική» λύση που αναζητεί η ελληνική κυβέρνηση. Τι θέλει να αποφύγει; Τα νοικοκυριά να έρθουν σε επαφή με τους «σκληρούς» των funds, οι οποίοι, αφού αγοράσουν τα «κόκκινα» δάνεια από τις τράπεζες, στη συνέχεια θα εντείνουν τις πιέσεις προς τους δανειολήπτες ώστε να εισπράξουν όσο τον δυνατόν περισσότερα
Η κυβέρνηση έχει εντοπίσει ότι τα περισσότερα δάνεια – τουλάχιστον αριθμητικά – αφορούν δάνεια απόκτησης πρώτης κατοικίας, δάνεια που έχουν δοθεί με ενέχυρο την πρώτη κατοικία, αλλά και καταναλωτικά δάνεια μέχρι ένα όριο. Ιδού λοιπόν πώς διαμορφώθηκε η ελληνική πρόταση, η οποία και παρουσιάστηκε στους «θεσμούς» στις αρχές Φεβρουαρίου.
Οι βασικές αρχές έχουν ως εξής:
1 Τα δάνεια για τα οποία η εξασφάλιση είναι πρώτη κατοικία δεν θα μπορούν να είναι αντικείμενο της αγοραπωλησίας και θα παραμείνουν στα βιβλία των τραπεζών για τουλάχιστον τρία χρόνια ακόμη.
2 Τα καταναλωτικά δάνεια ύψους 20.000 ευρώ και άνω θα μπορούν να ενταχθούν στη σχετική αγορά (σ.σ.: δηλαδή να πουληθούν στα funds).
3 Από τα δάνεια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στην αγορά θα μπορούν να ενταχθούν αυτά με ύψος άνω των 500.000 ευρώ και από τα δάνεια σε μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες αυτά με ύψος άνω των 100.000 ευρώ.
4 Δάνεια που έχουν υπαχθεί στον Ν. 3869/ 2010 και στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα δεν θα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της αγοράς για τουλάχιστον τρία χρόνια.
5 Δεν θα μπορούν να ενταχθούν στην αγορά των μη εξυπηρετούμενων δανείων τα δάνεια με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου
Η πολιτική αυτή προσέγγιση του θέματος φαίνεται να μη γίνεται δεκτή από τους δανειστές, τουλάχιστον σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων.
Λένε «όχι» ρητά και κατηγορηματικά στο ενδεχόμενο να υπάρξει μεταβατικό διάστημα, με το επιχείρημα ότι η πώληση ενός δανείου δεν αλλάζει στην πράξη τη θέση του δανειολήπτη: «Η παραμονή του δανείου στα βιβλία της τράπεζας δεν συνεπάγεται κάποια επιπλέον προστασία για τον δανειολήπτη, απλώς το μόνο που μεταβάλλεται με τη σχετική αγοραπωλησία είναι το ποιος φέρει τους κινδύνους από την κατοχή των δανείων» είναι το βασικό επιχείρημα των ξένων
Η ΤτΕ και ο SSM θεωρούν επείγουσα την ανάγκη άμεσης και ενεργού διαχείρισης του στοκ των «κόκκινων» δανείων. Το 2015 οι οικονομικές συνθήκες «φρέναραν» την πορεία επιβράδυνσης στη δημιουργία νέων καθυστερήσεων. Η ΤτΕ εκτιμά ότι στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν τόσο η αναβολή εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας όσο και η λιγότερο ενεργητική διαχείριση του χαρτοφυλακίου καθυστερήσεων και η έμφαση που δίνουν ακόμη οι τράπεζες σε λύσεις πιο βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα.
Μετά την ανακεφαλαιοποίηση καταγράφεται, σύμφωνα με την ΤτΕ, επιτάχυνση των ενεργειών των τραπεζών στην κατεύθυνση της πιο ενεργητικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, κάτι που θα ενταθεί στη συνέχεια με στροφή σε λύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, προσαρμοσμένες στις ανάγκες του δανειολήπτη.
Από την άλλη, θέτουν και ζήτημα ανάπτυξης. «Αν δεν πουληθούν “κόκκινα” δάνεια εδώ και τώρα, ώστε οι τράπεζες να αποκτήσουν ρευστότητα τουλάχιστον 8-10 δισ. ευρώ, πώς θα αρχίσει εκ νέου να χορηγείται φρέσκο χρήμα προκειμένου να χρηματοδοτηθούν επενδυτικά σχέδια;».
Η «τεχνοκρατική» επιχειρηματολογία των δανειστών έρχεται όμως σε σύγκρουση με την «πολιτική» λύση που αναζητεί η ελληνική κυβέρνηση. Τι θέλει να αποφύγει; Τα νοικοκυριά να έρθουν σε επαφή με τους «σκληρούς» των funds, οι οποίοι, αφού αγοράσουν τα «κόκκινα» δάνεια από τις τράπεζες, στη συνέχεια θα εντείνουν τις πιέσεις προς τους δανειολήπτες ώστε να εισπράξουν όσο τον δυνατόν περισσότερα
Η κυβέρνηση έχει εντοπίσει ότι τα περισσότερα δάνεια – τουλάχιστον αριθμητικά – αφορούν δάνεια απόκτησης πρώτης κατοικίας, δάνεια που έχουν δοθεί με ενέχυρο την πρώτη κατοικία, αλλά και καταναλωτικά δάνεια μέχρι ένα όριο. Ιδού λοιπόν πώς διαμορφώθηκε η ελληνική πρόταση, η οποία και παρουσιάστηκε στους «θεσμούς» στις αρχές Φεβρουαρίου.
Οι βασικές αρχές έχουν ως εξής:
1 Τα δάνεια για τα οποία η εξασφάλιση είναι πρώτη κατοικία δεν θα μπορούν να είναι αντικείμενο της αγοραπωλησίας και θα παραμείνουν στα βιβλία των τραπεζών για τουλάχιστον τρία χρόνια ακόμη.
2 Τα καταναλωτικά δάνεια ύψους 20.000 ευρώ και άνω θα μπορούν να ενταχθούν στη σχετική αγορά (σ.σ.: δηλαδή να πουληθούν στα funds).
3 Από τα δάνεια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στην αγορά θα μπορούν να ενταχθούν αυτά με ύψος άνω των 500.000 ευρώ και από τα δάνεια σε μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες αυτά με ύψος άνω των 100.000 ευρώ.
4 Δάνεια που έχουν υπαχθεί στον Ν. 3869/ 2010 και στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα δεν θα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της αγοράς για τουλάχιστον τρία χρόνια.
5 Δεν θα μπορούν να ενταχθούν στην αγορά των μη εξυπηρετούμενων δανείων τα δάνεια με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου
Η πολιτική αυτή προσέγγιση του θέματος φαίνεται να μη γίνεται δεκτή από τους δανειστές, τουλάχιστον σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων.
Λένε «όχι» ρητά και κατηγορηματικά στο ενδεχόμενο να υπάρξει μεταβατικό διάστημα, με το επιχείρημα ότι η πώληση ενός δανείου δεν αλλάζει στην πράξη τη θέση του δανειολήπτη: «Η παραμονή του δανείου στα βιβλία της τράπεζας δεν συνεπάγεται κάποια επιπλέον προστασία για τον δανειολήπτη, απλώς το μόνο που μεταβάλλεται με τη σχετική αγοραπωλησία είναι το ποιος φέρει τους κινδύνους από την κατοχή των δανείων» είναι το βασικό επιχείρημα των ξένων
Η ΤτΕ και ο SSM θεωρούν επείγουσα την ανάγκη άμεσης και ενεργού διαχείρισης του στοκ των «κόκκινων» δανείων. Το 2015 οι οικονομικές συνθήκες «φρέναραν» την πορεία επιβράδυνσης στη δημιουργία νέων καθυστερήσεων. Η ΤτΕ εκτιμά ότι στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν τόσο η αναβολή εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας όσο και η λιγότερο ενεργητική διαχείριση του χαρτοφυλακίου καθυστερήσεων και η έμφαση που δίνουν ακόμη οι τράπεζες σε λύσεις πιο βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα.
Μετά την ανακεφαλαιοποίηση καταγράφεται, σύμφωνα με την ΤτΕ, επιτάχυνση των ενεργειών των τραπεζών στην κατεύθυνση της πιο ενεργητικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, κάτι που θα ενταθεί στη συνέχεια με στροφή σε λύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, προσαρμοσμένες στις ανάγκες του δανειολήπτη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου