ΑΣ ΔΙΑΒΑΣΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ! Το διήγημα της εβδομάδας: «Η Σελήνη» (Μέρος 1ο)

Η ΣΕΛΗΝΗ


Το είδα. Συγκεκριμένα τον είδα, μόνον εγώ! Όρμησε μέσα στο δωμάτιο λυσσασμένος, άνοιξε το ψυγείο έφαγε ότι φαγώσιμο υπήρχε, σχεδόν αμάσητα τα κατέβαζε. Ήπιε όλους τους χυμούς και τις μπύρες, για να ξεδιψάσει.
Ανάσαινε βαριά. Για μια στιγμή γύρισε το βλέμμα του, χώθηκα βαθύτερα μέσα στη ντουλάπα με φόβο, μήπως με είδε. Άκουσα βήματα. Πλησίαζε. Ένιωσα την ανάσα του, να καίει. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου ζητώντας συγχώρεση, μουρμούριζα το πάτερ ημών.
Ξάφνου τα φύλλα της ντουλάπας άνοιξαν διάπλατα, φώναξα έντρομος κοιτάζοντας την μεγάλη μου αδελφή. «Μη φοβού.» Μου είπε, κάνοντας μου νόημα να ηρεμήσω. Πήγε να με αγγίξεις, εγώ ασυναίσθητα φώναξα δυνατά. «Τι έπαθες καλές;!» Με κοιτούσε σα να ήμουν τρελός.
«Πώς μπήκες;» Τη ρώτησα, φοβισμένος ακόμη.
«Είδα φως και μπήκα.» Μου απάντησε με άνεση, γυρνώντας τη πλάτη της.
Με την αδελφή μου έχουμε επτά χρόνια διαφορά, εκείνη είναι είκοσι πέντε και εγώ δέκα οχτώ. Για την ακρίβεια, αύριο κλείνω τα δέκα οχτώ. Η αδελφική μας σχέση, βαθμολογείται με άριστα το μέτριο. Ως μεγάλη αδελφή δε μπορώ να πω πως είναι κακιά, αναίσθητη είναι. Ίσως αυτό να ευθύνεται στο γεγονός ότι σε μικρή ηλικία, είδε τον πατέρα μας να πεθαίνει μπροστά στα μάτια της. Εγώ ήμουν μωρό τότε. Η μητέρα μας μετά τη δολοφονία του πατέρα μας, έπαθε βαριά κατάθλιψη, καταλήγοντας να δώσει το οριστικό τέλος στη ζωή της. Εγώ ήμουν παιδί τότε. Αυτά ξέρω για τους γονείς μας, αυτά μπορώ να σας πω. Στη γειτονιά, μας αντιμετώπιζαν σα λεπρούς, ειδικά την αδελφή μου. Κανένας δε δεχόταν να φροντίσει, δύο μικρά ανυπεράσπιστα παιδιά. Φύγαμε από εκεί, έφηβος ήμουν, θυμάμαι καθαρά τη διαδρομή, για μέρες ταξιδεύαμε ζητώντας από τα περαστικά αυτοκίνητα να μας πάρουν μαζί τους. Ένας γεράκος σταμάτησε και μας έφερε σε αυτό το μικρό χωριό. Το χτυπήσαμε άθελα μας στο συναίσθημα, γεροντοκόρος δίχως κανέναν δικό του άνθρωπο εν ζωή, μας έδωσε την αποθήκη του για σπίτι. Που και που ερχόταν να μας δει, μας έφερνε για κέρασμα τη νόστιμη μηλόπιτα του, έχω καιρό να τον δω. Μένουμε εδώ τα τελευταία πέντε χρόνια.
«Αν είναι δυνατόν! Για λίγο έλειψα…Τι είναι αυτό το χάος;!» Είπε δυνατά, μπλέκοντας τα δάχτυλα της μέσα στα μαλλιά της. Κοίταζε το χάος που επικρατούσε στο χώρο της κουζίνας, σκεπτόμενη από πού να ξεκινήσει. «Καλά, το σημείωμα δε το διάβασες;» Με ρώτησε, λίγο εκνευρισμένη.
«Ποιο σημείωμα;» Τη ρώτησα, μαζεύοντας μερικά σκουπίδια που υπήρχαν γύρω μου.
«Σου άφησα σημείωμα, για το φαγητό μέσα στο φούρνο, πάνω στο ψυγείο.»
«Δε το είδα.»
«Δε πειράζει.» Μου απάντησε ήρεμη.

Δε μιλήσαμε άλλο, τη κοιτούσα άφωνος να συμμαζεύει. Τον ονειρεύτηκα; Έκλεισα τα μάτια μου και κοιμήθηκα. 

(συνεχίζεται)

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: CONSTANTINE
Share on Google Plus

About KTIMA MORAITI

Με τα μάτια της Τέχνης,της Επιστήμης της Ειρωνίας, του Σαρκασμού αλλά και του Έρωτα και της Αγάπης ,βλέπουμε το σήμερα διαβάσουμε το χθες και ονειρευόμαστε το αύριο...
    Blogger Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΨΗΣΤΑΡΙΑ ΛΕΩΝΙΔΑΣ

ΨΗΣΤΑΡΙΑ ΛΕΩΝΙΔΑΣ
ΣΚΡΑ 9 / ΚΑΤΕΡΙΝΗ/ Τ.Κ. 60100 / ΤΗΛ: 2351029728, 2351025120

ΔΗΜΟΦΙΛΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ