Λέγεται ότι περίπου το 10% των ανθρώπων υποφέρει από κατάθλιψη στη διάρκεια της ζωής του. Όμως πόσους ανθρώπους ξέρετε ή μπορείτε να φανταστείτε που να μην είπαν, ούτε μια φορά: «Βαριέμαι».
Σίγουρα το 100% του πληθυσμού θα νιώσει κάποια στιγμή της ζωής του βαρεμάρα.
Όμως δεν πρέπει να μιλάμε για βαρεμάρα, αλλά για βαρεμάρες, γιατί η ίδια η έννοια περιλαμβάνει μια πολλαπλότητα διαθέσεων και αισθημάτων.
Τι είναι η βαρεμάρα; Ένας απλοϊκός ορισμός: «Η βαρεμάρα εμφανίζεται όταν δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε να κάνουμε ή όταν πρέπει να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε να κάνουμε».
Όμως η ύψιστη μορφή βαρεμάρας είναι όταν δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για το τι θέλουμε να κάνουμε και -κυρίως- όταν δεν θέλουμε να κάνουμε τίποτα, όταν αισθανόμαστε/πιστεύουμε ότι τίποτα δεν έχει σημασία να το κάνεις.
Η βαρεμάρα δεν είναι γοητευτική όπως η μελαγχολία, που μπορεί να συνδεθεί με την ευαισθησία, τη σοφία, ακόμα και την ομορφιά.
Ένα μελαγχολικό άτομο μπορεί να φαίνεται γοητευτικό. Ένα βαριεστημένο όχι.
Για τον Κίρκεργκορ η βαρεμάρα ήταν η γενεσιουργός αιτία του κόσμου, σαν να λέμε: Στην αρχή ήταν η βαρεμάρα.
«Οι θεοί βαριόνταν και γι” αυτό έφτιαξαν τα ανθρώπινα όντα. Ο Αδάμ βαριόταν να “ναι μόνος και γι” αυτό δημιουργήθηκε η Εύα. Από τότε η βαρεμάρα αυξάνεται τόσο όσο αυξάνει κι ο πληθυσμός.»
Η βαρεμάρα ίσως να είναι η αιτία πολλών πραγμάτων.
«Τα πάντα ξεκινούν απ” τη βαρεμάρα», γράφει ο Ντοστογιέφκσι.
«Και τι δεν επινόησαν οι άνθρωποι επειδή βαριόνταν! Διαβάζουν από βαρεμάρα, παίζουν από βαρεμάρα και τελικά πεθαίνουν από βαρεμάρα», γράφει ο Μπίχνερ σε κάποια νουβέλα του.
Κι ο Μπέρτραντ Ράσελ:
«Η βαρεμάρα, ως παράγοντας της ανθρώπινης συμπεριφοράς έχει λάβει πολύ μικρότερη προσοχή απ” ό,τι της αξίζει. Έχει υπάρξει, πιστεύω, μια από τις μεγαλύτερες κινητήριες δυνάμεις καθ” όλη την ιστορική εποχή και σήμερα αυτό ισχύει περισσότερο από ποτέ.»
Γιατί σήμερα ισχύει περισσότερο από ποτέ;
Η βαρεμάρα υπήρχε απ” την αρχή του κόσμου (ίσως και πιο πριν όπως γράφει ο Κίρκεγκορ), όμως δεν εμφανίζεται σε μείζονα βαθμό πριν την ρομαντική εποχή.
Πριν τον Ρομαντισμό ήταν ένα περιθωριακό φαινόμενο, άξιο μόνο για τους μοναχούς και τους ευγενείς.
Ο χωρικός του Μεσαίωνα πάσχιζε μονάχα να επιβιώσει από λιμούς και λοιμούς. Ήξερε ότι αυτή ήταν η μοίρα του.
Με την έλευση του Ρομαντισμού η βαρεμάρα εκδημοκρατίζεται.
Αυτό αποδεικνύεται και λεξιλογικά.
Η λέξη boredom εμφανίζεται στα αγγλικά μόλις το 1760. Η γερμανική λέξη langeweill δύο δεκαετίες νωρίτερα. Οι Δανοί ήταν πιο γρήγοροι (ίσως βαριόνταν περισσότερο, άλλωστε ο Κίρκεγκορ, ο θεωρητικός της βαρεμάρας ήταν Δανός). Η λέξη kedsomhed καταγράφεται για πρώτη φορά στα χειρόγραφα λεξικά του Ματίας Μοζ (1647 – 1719).
Στα ελληνικά υπήρχαν απ” τα αρχαία χρόνια η πλήξη, η ανία και η ακηδία. Η τελευταία ήταν ηθική αρρώστια, θανάσιμη, για τους μοναχούς, που αισθάνονταν βαρεμάρα για τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και τον Θεό.
Η γαλλική λέξη ennui και η ιταλική noia, συνδέονται πιθανότατα με την ανία.
Στα αγγλικά υπάρχει και το spleen.
(Οι λέξεις ennui και spleen φέρνουν αβίαστα στο μυαλό τον Μποντλέρ και τον Πόε, που βαριούνταν θανάσιμα. Αυτοί ίσως κάνουν παρέα με τον δικό μας ποιητή της βαρεμάρας, τον Καρυωτάκη, σε μια απόλυτα βαρετή Κόλαση, που θα επιλέχτηκε ως τιμωρία.)
Δεν γνωρίζω πότε ξεκίνησε να χρησιμοποιείται οι λέξεις βαρεμάρα και βαριέμαι, όμως πλέον είναι απ” τις πιο αγαπητές λέξεις των Ελλήνων.
Η βαρεμάρα εκδημοκρατίστηκε με τον Ρομαντισμό γιατί τότε ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, άρχισε να βλέπει τον εαυτό του ως κάτι ιδιαίτερο και να προσβλέπει στην ΑΥΤΟΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ.
Ο Ρομαντικός κι ακόμα περισσότερο ο Νεωτερικός Άνθρωπος, θέλει πάντα να ζήσει κάτι περισσότερο, κάτι παραπάνω, και κυρίως χρειάζεται ένα νόημα για να ζει, δεν του αρκεί να επιβιώνει.
Το νόημα έχει σχέση με τον τρόπο που καταλαβαίνουμε τη ζωή συνολικά.
Αν, για παράδειγμα, είσαι ένθερμος χριστιανός, τότε το νόημα είναι η ζωή εν θεώ. Αν είσαι αναρχικός τότε είναι η αναρχία (ρε κουφάλες). Κι αν είσαι συγγραφέας είναι η συγγραφή.
Τα ανθρώπινα όντα είναι εθισμένα στην ύπαρξη νοήματος. Και στη σύγχρονη εποχή, ο Νεωτερικός Άνθρωπος, βρίσκεται συχνά χωρίς να έχει κάποιο νόημα.
Η έλλειψη νοήματος είναι βαρετή. Και η βαρεμάρα μπορεί να περιγραφεί σαν ένα ακυρωμένο νόημα: Ο Θεός πέθανε, ο Μάρξ πέθανε, κι εγώ τώρα τελευταία δεν αισθάνομαι πολύ καλά.
Η κενότητα χρόνου στη βαρεμάρα δεν είναι μια κενότητα δράσης, πληροφορίας, αφού πάντα υπάρχει κάτι να κάνουμε ή ν” ακούσουμε/δούμε/διαβάσουμε. Είναι κενότητα νοήματος.
Όπως γράφει ο Πεσσόα στο Βιβλίο της Ανησυχίας: «Η πλήξη δεν είναι η αρρώστια τού να βαριέσαι γιατί δεν έχεις τίποτα να κάνεις, αλλά η πιο σοβαρή αρρώστια τού να νιώθεις ότι δεν υπάρχει τίποτα που ν” αξίζει τον κόπο.»
Αν η βαρεμάρα είναι η απουσία νοήματος, τότε η παγκόσμια βαρεμάρα διαρκώς αυξάνεται, επειδή έχει εξαφανιστεί το συνολικό νόημα.
Οι άνθρωποι φαίνεται ότι δεν μπορούν πλέον ν” αντέξουν τον εαυτό τους, τον άδειο χρόνο, τη μοναξιά, τη βαρεμάρα.
Ο πιο υπερδραστήριος από μας είναι ακριβώς εκείνος που είναι πιο ευαίσθητος στη βαρεμάρα, ουσιαστικά εκείνος που δεν αντέχει ούτε λεπτό με τον εαυτό του, χωρίς παρέα, χωρίς τηλεόραση, χωρίς δουλειά, χωρίς «κάτι-να-κάνω».
Φοβού τους πολυάσχολους.
Η βαρεμάρα δεν συνδέεται με τις πραγματικές ανάγκες, οι οποίες θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν πολύ εύκολα, αλλά με την επιθυμία για «αισθητηριακά ερεθίσματα», τα οποία αναπληρώνουν την έλλειψη νοήματος.
Όμως κάθε ερέθισμα ενέχει την ανοχή σε αυτό (όπως συμβαίνει με κάθε εθιστική ουσία).
Η ίδια δόση ερεθίσματος δεν σου είναι αρκετή μετά από λίγο. Χρειάζεσαι κάτι παραπάνω για να μην βαριέσαι. Έτσι καταλήγεις να σκαρφαλώνεις στο Έβερεστ, ενώ οι αυτόχθονες Θιβετιανοί αναρωτιούνται για ποιο λόγο ριψοκινδυνεύεις τη ζωή σου.
Αν δεν επιζητάς το περισσότερο, τότε θα ζητήσεις το καινούριο (όπως λέει το κλισέ «ν” αλλάξεις παραστάσεις»).
Όμως κι αυτή η διαρκής αναζήτηση του καινούριου καταντάει βαρετή τελικά, αφού όπως γράφει και το Βιβλίο της Βαρεμάρας, ο Εκκλησιαστής: «Ουδέν καινόν υπό τον ήλιον». Ή, ο Ρασούλης: «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν».
Οι γέροι και οι μεσήλικες βολεύονται πιο εύκολα με την ασφάλεια της ρουτίνας, βολεύονται στη βαρεμάρα. Όμως δεν είναι το ίδιο με τους νέους.
Ο νέος πρέπει να κάνει κάτι ενδιαφέρον. Προσοχή! Όχι σημαντικό. Αρκεί να είναι ενδιαφέρον, αρκεί να είναι μια ενδιαφέρουσα πληροφορία.
Ο καταιγισμός πληροφοριών στο διαδίκτυο εξυπηρετεί ακριβώς αυτή τη λειτουργία: Φαίνεται να σκοτώνει τη βαρεμάρα.
Όμως στην πραγματικότητα την αυξάνει, αφού μετά το πέρας της παρακολούθησης άσκοπων πληροφοριών, τίποτα δεν σου μένει, και -κυρίως- δεν έχεις πλησιάσει/δημιουργήσει κάποιο νόημα.
Γιατί η πληροφορία δεν έχει νόημα.
Από τη στιγμή που γεννιέται ο Νεωτερικός Άνθρωπος (κυρίως ο δυτικός, που έχει λύσει τα βασικά προβλήματα επιβίωσης), κατακλύζεται από ερεθίσματα, για να μη βαριέται.
Τα μωρά πρέπει πριν ακόμα καταφέρουν να εστιάσουν το βλέμμα τους να περικυκλωθούν από παιχνίδια.
Τα παιδιά δεν μένουν στιγμή μόνα τους, χωρίς κάτι να κάνουν, γιατί τα πολλά ερεθίσματα θα τα κάνουν πιο έξυπνα, πιο κοινωνικά, πιο ικανά.
Κι όμως, η βαρεμάρα είναι εξόχως δημιουργική και τα παιδιά θα πρέπει να μεγαλώνουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν, να αντέχουν να βαριούνται.
«Αυτός που οχυρώνεται εντελώς απέναντι στη βαρεμάρα, οχυρώνεται επίσης απέναντι στον εαυτό του», γράφει ο Νίτσε.
Η βαρεμάρα τροφοδοτεί τον στοχασμό και τον αναστοχασμό, αφού όποιος βαριέται συνήθως αναρωτιέται και γιατί του συμβαίνει, οπότε εξελίσσεται.
Χωρίς την ικανότητα ν” αντέξει κανείς έναν συγκεκριμένο βαθμό βαρεμάρας θα ζήσει μια δυστυχισμένη ζωή, αφού θα πρέπει να βιώνει τη ζωή ως μια συνεχή φυγή απ” τη βαρεμάρα. Ο αυτοσκοπός, το νόημα, θα είναι η αποφυγή της βαρεμάρας.
Υπάρχουν στατιστικά στοιχεία που συνδέουν τη βαρεμάρα με τη χρήση ουσιών, το αλκοόλ, το κάπνισμα, την πολυφαγία, την ερωτική ασυδοσία, τον βανδαλισμό, την επιθετικότητα, την αυτοκτονία, την επικίνδυνη συμπεριφορά
Παραδόξως ή όχι, το εγωκεντρικό άτομο που έμαθε να μη βαριέται, είναι πιο μοναχικό από εκείνο που αποδέχεται τη μοναξιά και τη βαρεμάρα, αφού το πρώτο είναι πάντα περικυκλωμένο από καθρέφτες, ενώ ο μοναχικός άνθρωπος μπορεί να έναν χώρο για τους άλλους που να είναι αυθεντικός.
Ακόμα κι αν βαριούνται παρέα
«Η φιλοσοφία της Βαρεμάρας»
Sanejoker.info
Σίγουρα το 100% του πληθυσμού θα νιώσει κάποια στιγμή της ζωής του βαρεμάρα.
Όμως δεν πρέπει να μιλάμε για βαρεμάρα, αλλά για βαρεμάρες, γιατί η ίδια η έννοια περιλαμβάνει μια πολλαπλότητα διαθέσεων και αισθημάτων.
Τι είναι η βαρεμάρα; Ένας απλοϊκός ορισμός: «Η βαρεμάρα εμφανίζεται όταν δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε να κάνουμε ή όταν πρέπει να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε να κάνουμε».
Όμως η ύψιστη μορφή βαρεμάρας είναι όταν δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για το τι θέλουμε να κάνουμε και -κυρίως- όταν δεν θέλουμε να κάνουμε τίποτα, όταν αισθανόμαστε/πιστεύουμε ότι τίποτα δεν έχει σημασία να το κάνεις.
Η βαρεμάρα δεν είναι γοητευτική όπως η μελαγχολία, που μπορεί να συνδεθεί με την ευαισθησία, τη σοφία, ακόμα και την ομορφιά.
Ένα μελαγχολικό άτομο μπορεί να φαίνεται γοητευτικό. Ένα βαριεστημένο όχι.
Για τον Κίρκεργκορ η βαρεμάρα ήταν η γενεσιουργός αιτία του κόσμου, σαν να λέμε: Στην αρχή ήταν η βαρεμάρα.
«Οι θεοί βαριόνταν και γι” αυτό έφτιαξαν τα ανθρώπινα όντα. Ο Αδάμ βαριόταν να “ναι μόνος και γι” αυτό δημιουργήθηκε η Εύα. Από τότε η βαρεμάρα αυξάνεται τόσο όσο αυξάνει κι ο πληθυσμός.»
Η βαρεμάρα ίσως να είναι η αιτία πολλών πραγμάτων.
«Τα πάντα ξεκινούν απ” τη βαρεμάρα», γράφει ο Ντοστογιέφκσι.
«Και τι δεν επινόησαν οι άνθρωποι επειδή βαριόνταν! Διαβάζουν από βαρεμάρα, παίζουν από βαρεμάρα και τελικά πεθαίνουν από βαρεμάρα», γράφει ο Μπίχνερ σε κάποια νουβέλα του.
Κι ο Μπέρτραντ Ράσελ:
«Η βαρεμάρα, ως παράγοντας της ανθρώπινης συμπεριφοράς έχει λάβει πολύ μικρότερη προσοχή απ” ό,τι της αξίζει. Έχει υπάρξει, πιστεύω, μια από τις μεγαλύτερες κινητήριες δυνάμεις καθ” όλη την ιστορική εποχή και σήμερα αυτό ισχύει περισσότερο από ποτέ.»
Γιατί σήμερα ισχύει περισσότερο από ποτέ;
Η βαρεμάρα υπήρχε απ” την αρχή του κόσμου (ίσως και πιο πριν όπως γράφει ο Κίρκεγκορ), όμως δεν εμφανίζεται σε μείζονα βαθμό πριν την ρομαντική εποχή.
Πριν τον Ρομαντισμό ήταν ένα περιθωριακό φαινόμενο, άξιο μόνο για τους μοναχούς και τους ευγενείς.
Ο χωρικός του Μεσαίωνα πάσχιζε μονάχα να επιβιώσει από λιμούς και λοιμούς. Ήξερε ότι αυτή ήταν η μοίρα του.
Με την έλευση του Ρομαντισμού η βαρεμάρα εκδημοκρατίζεται.
Αυτό αποδεικνύεται και λεξιλογικά.
Η λέξη boredom εμφανίζεται στα αγγλικά μόλις το 1760. Η γερμανική λέξη langeweill δύο δεκαετίες νωρίτερα. Οι Δανοί ήταν πιο γρήγοροι (ίσως βαριόνταν περισσότερο, άλλωστε ο Κίρκεγκορ, ο θεωρητικός της βαρεμάρας ήταν Δανός). Η λέξη kedsomhed καταγράφεται για πρώτη φορά στα χειρόγραφα λεξικά του Ματίας Μοζ (1647 – 1719).
Στα ελληνικά υπήρχαν απ” τα αρχαία χρόνια η πλήξη, η ανία και η ακηδία. Η τελευταία ήταν ηθική αρρώστια, θανάσιμη, για τους μοναχούς, που αισθάνονταν βαρεμάρα για τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και τον Θεό.
Η γαλλική λέξη ennui και η ιταλική noia, συνδέονται πιθανότατα με την ανία.
Στα αγγλικά υπάρχει και το spleen.
(Οι λέξεις ennui και spleen φέρνουν αβίαστα στο μυαλό τον Μποντλέρ και τον Πόε, που βαριούνταν θανάσιμα. Αυτοί ίσως κάνουν παρέα με τον δικό μας ποιητή της βαρεμάρας, τον Καρυωτάκη, σε μια απόλυτα βαρετή Κόλαση, που θα επιλέχτηκε ως τιμωρία.)
Δεν γνωρίζω πότε ξεκίνησε να χρησιμοποιείται οι λέξεις βαρεμάρα και βαριέμαι, όμως πλέον είναι απ” τις πιο αγαπητές λέξεις των Ελλήνων.
Η βαρεμάρα εκδημοκρατίστηκε με τον Ρομαντισμό γιατί τότε ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, άρχισε να βλέπει τον εαυτό του ως κάτι ιδιαίτερο και να προσβλέπει στην ΑΥΤΟΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ.
Ο Ρομαντικός κι ακόμα περισσότερο ο Νεωτερικός Άνθρωπος, θέλει πάντα να ζήσει κάτι περισσότερο, κάτι παραπάνω, και κυρίως χρειάζεται ένα νόημα για να ζει, δεν του αρκεί να επιβιώνει.
Το νόημα έχει σχέση με τον τρόπο που καταλαβαίνουμε τη ζωή συνολικά.
Αν, για παράδειγμα, είσαι ένθερμος χριστιανός, τότε το νόημα είναι η ζωή εν θεώ. Αν είσαι αναρχικός τότε είναι η αναρχία (ρε κουφάλες). Κι αν είσαι συγγραφέας είναι η συγγραφή.
Τα ανθρώπινα όντα είναι εθισμένα στην ύπαρξη νοήματος. Και στη σύγχρονη εποχή, ο Νεωτερικός Άνθρωπος, βρίσκεται συχνά χωρίς να έχει κάποιο νόημα.
Η έλλειψη νοήματος είναι βαρετή. Και η βαρεμάρα μπορεί να περιγραφεί σαν ένα ακυρωμένο νόημα: Ο Θεός πέθανε, ο Μάρξ πέθανε, κι εγώ τώρα τελευταία δεν αισθάνομαι πολύ καλά.
Η κενότητα χρόνου στη βαρεμάρα δεν είναι μια κενότητα δράσης, πληροφορίας, αφού πάντα υπάρχει κάτι να κάνουμε ή ν” ακούσουμε/δούμε/διαβάσουμε. Είναι κενότητα νοήματος.
Όπως γράφει ο Πεσσόα στο Βιβλίο της Ανησυχίας: «Η πλήξη δεν είναι η αρρώστια τού να βαριέσαι γιατί δεν έχεις τίποτα να κάνεις, αλλά η πιο σοβαρή αρρώστια τού να νιώθεις ότι δεν υπάρχει τίποτα που ν” αξίζει τον κόπο.»
Αν η βαρεμάρα είναι η απουσία νοήματος, τότε η παγκόσμια βαρεμάρα διαρκώς αυξάνεται, επειδή έχει εξαφανιστεί το συνολικό νόημα.
Οι άνθρωποι φαίνεται ότι δεν μπορούν πλέον ν” αντέξουν τον εαυτό τους, τον άδειο χρόνο, τη μοναξιά, τη βαρεμάρα.
Ο πιο υπερδραστήριος από μας είναι ακριβώς εκείνος που είναι πιο ευαίσθητος στη βαρεμάρα, ουσιαστικά εκείνος που δεν αντέχει ούτε λεπτό με τον εαυτό του, χωρίς παρέα, χωρίς τηλεόραση, χωρίς δουλειά, χωρίς «κάτι-να-κάνω».
Φοβού τους πολυάσχολους.
Η βαρεμάρα δεν συνδέεται με τις πραγματικές ανάγκες, οι οποίες θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν πολύ εύκολα, αλλά με την επιθυμία για «αισθητηριακά ερεθίσματα», τα οποία αναπληρώνουν την έλλειψη νοήματος.
Όμως κάθε ερέθισμα ενέχει την ανοχή σε αυτό (όπως συμβαίνει με κάθε εθιστική ουσία).
Η ίδια δόση ερεθίσματος δεν σου είναι αρκετή μετά από λίγο. Χρειάζεσαι κάτι παραπάνω για να μην βαριέσαι. Έτσι καταλήγεις να σκαρφαλώνεις στο Έβερεστ, ενώ οι αυτόχθονες Θιβετιανοί αναρωτιούνται για ποιο λόγο ριψοκινδυνεύεις τη ζωή σου.
Αν δεν επιζητάς το περισσότερο, τότε θα ζητήσεις το καινούριο (όπως λέει το κλισέ «ν” αλλάξεις παραστάσεις»).
Όμως κι αυτή η διαρκής αναζήτηση του καινούριου καταντάει βαρετή τελικά, αφού όπως γράφει και το Βιβλίο της Βαρεμάρας, ο Εκκλησιαστής: «Ουδέν καινόν υπό τον ήλιον». Ή, ο Ρασούλης: «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν».
Οι γέροι και οι μεσήλικες βολεύονται πιο εύκολα με την ασφάλεια της ρουτίνας, βολεύονται στη βαρεμάρα. Όμως δεν είναι το ίδιο με τους νέους.
Ο νέος πρέπει να κάνει κάτι ενδιαφέρον. Προσοχή! Όχι σημαντικό. Αρκεί να είναι ενδιαφέρον, αρκεί να είναι μια ενδιαφέρουσα πληροφορία.
Ο καταιγισμός πληροφοριών στο διαδίκτυο εξυπηρετεί ακριβώς αυτή τη λειτουργία: Φαίνεται να σκοτώνει τη βαρεμάρα.
Όμως στην πραγματικότητα την αυξάνει, αφού μετά το πέρας της παρακολούθησης άσκοπων πληροφοριών, τίποτα δεν σου μένει, και -κυρίως- δεν έχεις πλησιάσει/δημιουργήσει κάποιο νόημα.
Γιατί η πληροφορία δεν έχει νόημα.
Από τη στιγμή που γεννιέται ο Νεωτερικός Άνθρωπος (κυρίως ο δυτικός, που έχει λύσει τα βασικά προβλήματα επιβίωσης), κατακλύζεται από ερεθίσματα, για να μη βαριέται.
Τα μωρά πρέπει πριν ακόμα καταφέρουν να εστιάσουν το βλέμμα τους να περικυκλωθούν από παιχνίδια.
Τα παιδιά δεν μένουν στιγμή μόνα τους, χωρίς κάτι να κάνουν, γιατί τα πολλά ερεθίσματα θα τα κάνουν πιο έξυπνα, πιο κοινωνικά, πιο ικανά.
Κι όμως, η βαρεμάρα είναι εξόχως δημιουργική και τα παιδιά θα πρέπει να μεγαλώνουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν, να αντέχουν να βαριούνται.
«Αυτός που οχυρώνεται εντελώς απέναντι στη βαρεμάρα, οχυρώνεται επίσης απέναντι στον εαυτό του», γράφει ο Νίτσε.
Η βαρεμάρα τροφοδοτεί τον στοχασμό και τον αναστοχασμό, αφού όποιος βαριέται συνήθως αναρωτιέται και γιατί του συμβαίνει, οπότε εξελίσσεται.
Χωρίς την ικανότητα ν” αντέξει κανείς έναν συγκεκριμένο βαθμό βαρεμάρας θα ζήσει μια δυστυχισμένη ζωή, αφού θα πρέπει να βιώνει τη ζωή ως μια συνεχή φυγή απ” τη βαρεμάρα. Ο αυτοσκοπός, το νόημα, θα είναι η αποφυγή της βαρεμάρας.
Υπάρχουν στατιστικά στοιχεία που συνδέουν τη βαρεμάρα με τη χρήση ουσιών, το αλκοόλ, το κάπνισμα, την πολυφαγία, την ερωτική ασυδοσία, τον βανδαλισμό, την επιθετικότητα, την αυτοκτονία, την επικίνδυνη συμπεριφορά
Παραδόξως ή όχι, το εγωκεντρικό άτομο που έμαθε να μη βαριέται, είναι πιο μοναχικό από εκείνο που αποδέχεται τη μοναξιά και τη βαρεμάρα, αφού το πρώτο είναι πάντα περικυκλωμένο από καθρέφτες, ενώ ο μοναχικός άνθρωπος μπορεί να έναν χώρο για τους άλλους που να είναι αυθεντικός.
Ακόμα κι αν βαριούνται παρέα
«Η φιλοσοφία της Βαρεμάρας»
Sanejoker.info
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου