Γεννήθηκε το 1903 στο Καρλόβασι της Σάμου. Η οικογένειά του ήταν φτωχή κι έτσι άρχισε να εργάζεται από την τρυφερή ηλικία των 8 ετών, αρχικά σε μια καπνοβιομηχανία και αργότερα ως ξυλουργός.
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία στα μέσα της δεκαετίας του 1920 ως τραγουδιστής σε μια ταβέρνα. Σύντομα, έγινε διάσημος στους συντοπίτες του για την εξαιρετική φωνή του, αλλά και για τα Σμυρναίικα που τραγουδούσε.
Το 1927 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και άρχισε να τραγουδάει επαγγελματικά σε γιορτές και πανηγύρια, μέχρι που τον ανακάλυψε ο Παναγιώτης Τούντας, κορυφαίος συνθέτης της εποχής και στέλεχος δισκογραφικής εταιρίας. Έτσι, την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησαν οι πρώτοι δίσκοι του, με τραγούδια του Γιώργου Βιδάλη, που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία («Το κουκλί της Κοκκινιάς», «Αλάνης, μάνας γιος», κ.ά.)
Ο Κώστας Ρούκουνας είχε ηχηρότατη φωνή και διακρινόταν ιδιαίτερα στους αμανέδες. Έμπειρος και ταλαντούχος μουσικός, τραγουδούσε με την ίδια ευκολία και δημοτικό τραγούδι. Ερμήνευσε τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα, του Σπύρου Περιστέρη, του Κώστα Σκαρβέλη και του Γρηγόρη Ασίκη, ενώ υπήρξε συνεργάτης του Μάρκου Βαμβακάρη, του Βασίλη Τσιτσάνη, του Στέλιου Κηρομύτη και άλλων «πρώτων ονομάτων» του λαϊκού τραγουδιού.
Ο Ρούκουνας έγραψε μερικά από τα πιο γνωστά τραγούδια του με αφορμή τραγικά γεγονότα:
Το τραγούδι του «Ο Πίκινος» γράφτηκε με αφορμή τη δολοφονία του φίλου του Κώστα Πίκινου σε συμπλοκή.
Το «Κάψαν τη μάνα των Γιαγιάδων» γράφτηκε για τον εμπρησμό της ηλικιωμένης μάνας των αδερφών Γιαγιάδων, που ήταν καταζητούμενοι από της αρχές στη Σάμο, με κάποιο λαϊκό έρεισμα.
«Η μπόμπα» αναφέρεται στις ατομικές βόμβες της Χιροσίμας και του Ναγκασακίου.
«Οι αδικοπνιγμένοι» γράφτηκαν για την σύγκρουση έξω από το λιμάνι του Πειραιά του ατμόπλοιου «Ύδρα» και του πετρελαιοκίνητου ιστιοφόρου «Ανάστασις» στις 10 το βράδυ της 1ης Αυγούστου 1937. Στο ναυάγιο αυτό πνίγηκαν 24 άνθρωποι. Η κυκλοφορία όμως του τραγουδιού απαγορεύθηκε (ενδεχομένως ύστερα από πιέσεις των ναυτιλιακών εταιριών) και μόνο αρκετές δεκαετίες αργότερα κυκλοφόρησε.
Άλλα γνωστά τραγούδια του: «Κοντραμπατζήδες», «Δε θέλω πια να μου μιλάς (πρέπει να με ξεχάσεις)», «Καθρέφτης θέλω να ‘μουνα», «Είμ’ ορφανός», «Στο Βοτανικό»
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία στα μέσα της δεκαετίας του 1920 ως τραγουδιστής σε μια ταβέρνα. Σύντομα, έγινε διάσημος στους συντοπίτες του για την εξαιρετική φωνή του, αλλά και για τα Σμυρναίικα που τραγουδούσε.
Το 1927 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και άρχισε να τραγουδάει επαγγελματικά σε γιορτές και πανηγύρια, μέχρι που τον ανακάλυψε ο Παναγιώτης Τούντας, κορυφαίος συνθέτης της εποχής και στέλεχος δισκογραφικής εταιρίας. Έτσι, την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησαν οι πρώτοι δίσκοι του, με τραγούδια του Γιώργου Βιδάλη, που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία («Το κουκλί της Κοκκινιάς», «Αλάνης, μάνας γιος», κ.ά.)
Ο Κώστας Ρούκουνας είχε ηχηρότατη φωνή και διακρινόταν ιδιαίτερα στους αμανέδες. Έμπειρος και ταλαντούχος μουσικός, τραγουδούσε με την ίδια ευκολία και δημοτικό τραγούδι. Ερμήνευσε τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα, του Σπύρου Περιστέρη, του Κώστα Σκαρβέλη και του Γρηγόρη Ασίκη, ενώ υπήρξε συνεργάτης του Μάρκου Βαμβακάρη, του Βασίλη Τσιτσάνη, του Στέλιου Κηρομύτη και άλλων «πρώτων ονομάτων» του λαϊκού τραγουδιού.
Ο Ρούκουνας έγραψε μερικά από τα πιο γνωστά τραγούδια του με αφορμή τραγικά γεγονότα:
Το τραγούδι του «Ο Πίκινος» γράφτηκε με αφορμή τη δολοφονία του φίλου του Κώστα Πίκινου σε συμπλοκή.
Το «Κάψαν τη μάνα των Γιαγιάδων» γράφτηκε για τον εμπρησμό της ηλικιωμένης μάνας των αδερφών Γιαγιάδων, που ήταν καταζητούμενοι από της αρχές στη Σάμο, με κάποιο λαϊκό έρεισμα.
«Η μπόμπα» αναφέρεται στις ατομικές βόμβες της Χιροσίμας και του Ναγκασακίου.
«Οι αδικοπνιγμένοι» γράφτηκαν για την σύγκρουση έξω από το λιμάνι του Πειραιά του ατμόπλοιου «Ύδρα» και του πετρελαιοκίνητου ιστιοφόρου «Ανάστασις» στις 10 το βράδυ της 1ης Αυγούστου 1937. Στο ναυάγιο αυτό πνίγηκαν 24 άνθρωποι. Η κυκλοφορία όμως του τραγουδιού απαγορεύθηκε (ενδεχομένως ύστερα από πιέσεις των ναυτιλιακών εταιριών) και μόνο αρκετές δεκαετίες αργότερα κυκλοφόρησε.
Άλλα γνωστά τραγούδια του: «Κοντραμπατζήδες», «Δε θέλω πια να μου μιλάς (πρέπει να με ξεχάσεις)», «Καθρέφτης θέλω να ‘μουνα», «Είμ’ ορφανός», «Στο Βοτανικό»
Ο Κώστας Ρούκουνας άφησε την τελευταία
του πνοή στις 11 Μαρτίου του 1984, χτυπημένος
από τον καρκίνο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου