Δημοσιεύθηκε το παρακάτω άρθρο το Σάββατο, 18 Απριλίου 2015 .
Αφιερωμένο σε όλους τους δημοσιοκάφρους που λυμαίνονται τα ΜΜΕ.
Σε μια από τις πιο γνωστές και εμβληματικές φράσεις του, ο Ουμπέρτο Έκο σημειώνει πως οι σύγχρονες δικτατορίες δεν επιβάλλονται με τα τανκς, αλλά με τις τηλεοράσεις (κι αν το προεκτείνουμε λίγο, με τα media). Μολονότι στο φοβερό και τρομερό βενζινάδικο-gate δεν μιλάμε για τη δύναμη της επιβολής ενός καθεστώτος, δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε ότι πρόκειται για μια (ακόμη) νίκη της αισθητικής του αυριανισμού επί της δημοσιογραφίας και για την επιβολή της «χούντας» του κίτρινου τύπου…
Ουδείς άνθρωπος με κανονική σκέψη, κριτική αντίληψη και στοιχειώδη κοινωνική μόρφωση θα ασχολούνταν κανονικά με την ιστορία του σκασμένου λάστιχου, ακόμη κι αν «σκόνταφτε» πάνω της. Όμως, η ιστορία του κιτρινισμού της είδησης -και τελικά της ίδιας της δημοσιογραφίας- δεν είναι ούτε τωρινό, ούτε μονοσήμαντο ή εύκολα αντιμετωπίσιμο φαινόμενο. Πρόκειται για έναν πανίσχυρο μηχανισμό προπαγάνδας, που τελικά επιβάλει όχι μόνο άποψη στον δημόσιο διάλογο (και βίο), αλλά και την ίδια την αισθητική του.
Μα, θα μου πείτε, όλοι καταδικάζουν την κίτρινη δημοσιογραφία. Πώς λοιπόν καταφέρνει να επιβάλλεται; Υπάρχει πράγματι ένα τμήμα του κοινού που αποστρέφεται τον κιτρινισμό: κάποιοι από αυτούς έχουν ζήσει τον Αυριανισμό στην απόλυτη παντοκρατορία του (κι έχουν βιώσει τις πολιτικές του προεκτάσεις), κάποιοι άλλοι δεν βρίσκουν κανένα ενδιαφέρον στο internet και στη μανία της εποχής με τα social media, ενώ υπάρχει ένα κοινό πιο πονηρεμένο και μπαρουτοκαπνισμένο που δεν ασχολείται καν με ιστορίες που αφορούν πάσης φύσης κλειδαρότρυπα.
Η μεγαλύτερη «μαγκιά» του κιτρινισμού είναι ότι μπορεί πολύ εύκολα να φορέσει το μανδύα της αντικειμενικής ενημέρωσης και έχει την ευελιξία να μεταφέρεται από το περιθώριο των blogs στο mainstream των τηλεοπτικών πάνελ. Και τότε εξαπλώνεται ταχύτατα, σαν ιός. Στο ρόλο της σύγχρονης Αυριανής βρίσκονται κάποιοι δημοσιογράφοι, η παρουσία και ο δημοσιογραφικός λόγος των οποίων πραγματικά αποτελεί εξέλιξη του φαινομένου «Κουρής» της δεκαετίας του 1980. O παρουσιαστής της απογευματινής ενημέρωσης στον Σκάι, οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας iefimerida, ο ρεπόρτερ facebook του Σκάι, και διάφοροι άλλοι που υπό τον μανδύα μιας δήθεν σοβαρής δημοσιογραφίας, κρατούν ψηλά τη σημαία του κιτρινισμού και της δημοσιογραφίας της κλειδαρότρυπας.
Στην τηλεόραση τα μεσημεριανάδικα άλλαξαν ώρα μετάδοσης και οι πανελίστες στο διαδίκτυο και στα έντυπα μέσα βρήκαν μόνιμο στασίδι. Όπως και η Αυριανή, έτσι και οι σύγχρονοι αυριανιστές, βοηθούμενοι και από την αμεσότητα των social media, «υποχρεώνουν» το κοινό και τα Μέσα να ασχοληθούν με τη θεματολογία που οι ίδιοι ορίζουν. Τώρα αν αυτό είναι μια γελοιότητα, όπως το λάστιχο της Ζωής Κωνσταντοπούλου, αν η ιστορία μπάζει από πολλές μεριές, αν υπάρχουν πολλές σατανικές συμπτώσεις ή ακόμα και επώνυμες μαρτυρίες που αντικρούουν το διαβόητο στόρυ, όλα αυτά είναι μάλλον αδιάφορα.
Εξάλλου πριν από την «ιερή αγελάδα» της δημοσιογραφίας, που είναι η διασταύρωση της είδησης, υπάρχει και ένα ακόμη στάδιο, που είναι η αξιολόγησή της. Δηλαδή ένας δημοσιογράφος, συντάκτης ή διευθυντής κρίνει αν αυτό που ακούει και καλείται να αναμεταδώσει στο κοινό του έχει, διάολε, την παραμικρή αξία.
Κι όμως, όχι. Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Διότι αφήνοντας στην άκρη το αν η είδηση πραγματικά ενδιαφέρει, η Αυριανή κατάφερνε ανέκαθεν να φέρει τον δημόσιο διάλογο στα μέτρα της. Ουσιαστικά κάποιοι μας σέρνουν σε μια άσχετη θεματολογία (που αγγίζει τα όρια του τερατουργήματος) και οι υπόλοιποι –κοινό και δημοσιογράφοι– ακολουθούμε, σχεδόν αναγκαστικά. Είτε γιατί το θέμα βρίσκεται όπου κι αν γυρίσεις να κοιτάξεις, είτε γιατί υπάρχει ανάγκη διάψευσης, είτε γιατί αισθάνεσαι την ανάγκη να απαντήσεις, είτε απλώς γιατί το θέμα «πουλάει» (κάνει πολλά κλικ, στην ορολογία της ιντερνετικής πιάτσας).
Αν ξαναγυρίσουμε στο βενζινάδικο-gate, κάποια μίντια (ertopen, Εφημερίδα των Συντακτών) παρουσίασαν κανονικά ρεπορτάζ με δηλώσεις επώνυμου μάρτυρα που βρέθηκε μπροστά στο περιστατικό (και περιγράφει τα πράγματα πολύ διαφορετικά). Και πολύ καλά έκαναν. Σε κανονικές συνθήκες, όμως, υπήρχε ποτέ περίπτωση τα μίντια αυτά να ιεραρχήσουν ως κανονικό τους θέμα την ανταπόκριση από ένα βενζινάδικο της Αιδηψού; Ιδού λοιπόν πώς η ατζέντα του κιτρινισμού επιβάλλεται – ακόμη και εξ αντανακλάσεως.
Τελευταίο αλλά όχι έσχατο: ας είμαστε ειλικρινείς κι ας μην χαϊδεύουμε τα αυτιά του κοινού. Δεν έφτασε τυχαία η Αυριανή να πουλάει κάποτε 150.000 φύλλα ημερησίως. Και μην φανταστείτε ότι όλοι όσοι είναι άνω των 35 τη διαβάζαμε φανατικά ή ότι είχαμε καμιά μανία να βλέπουμε πρωτοσέλιδες φωτογραφίες με το στήθος της Μιμής. Το κοινό υπήρχε ή και εκπαιδεύτηκε, αλλά η αλήθεια είναι ότι την ίδια στιγμή που κάποιοι αντιμετωπίζαμε την Αυριανή ως «φυλλάδα» και γράφονταν πύρινα άρθρα κατά του αυριανισμού, ο αυριανισμός εξαπλωνόταν σαν ιός και –αργά αλλά σταθερά– επιβαλλόταν ως μια σταθερά στη δημοσιογραφία.
Και, καθώς φαίνεται, παραμένει: Όταν ο Γεράσιμος Γιακουμάτος ξεφεύγει από τα όρια, μιλώντας με υποτιμητικούς όρους για τον σύζυγο της Προέδρου της Βουλής, κανείς δεν του παίρνει το μικρόφωνο. Αντίθετα τον επικροτεί, καλώντας τον και στην επόμενη εκπομπή, γιατί «θα γελάσουμε και θα κάνουμε νούμερα». Όταν ο Γρηγόρης Ψαριανός προβαίνει σε χαρακτηρισμούς όπως «άρρωστη γυναίκα», κανείς δεν τον βάζει στη θέση του. Ναι, εντάξει, γνωρίζουμε ότι ο Ψαριανός έχει ασπαστεί τη φαιδρότητα ως στάση ζωής, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο γκεμπελισμός του «ρίξε λάσπη, όλο και κάτι θα μείνει», έχει πλάκα επειδή έχει πλάκα η κατρακύλα του Ψαριανού στη φαιδρότητα και στον σεξισμό.
Σιγά σιγά όλοι κατρακυλάμε. Ασχολούμαστε με μια αστεία ιστορία, την ίδια στιγμή που αδιαφορούμε για τους ανθρώπους που μόλις πριν από λίγες ημέρες χάθηκαν στα νερά της Μεσογείου. Ανεχόμαστε τις συντονισμένες επιθέσεις κατά του Κατρούγκαλου από δημοσιογράφους και mainstream media, που ακόμη κι όταν αποδεικνύονται ψευδείς, αναπαράγονται από κόμματα της Βουλής. Κοροϊδεύουμε τα «μεσημεριανάδικα» την ίδια στιγμή που παρακολουθούμε ανταποκριτές από το εξωτερικό να ασχολούνται με το ντύσιμο της Λαγκάρντ και του Βαρουφάκη.
Όμως η δύναμη της κίτρινης δημοσιογραφίας ήταν ανέκαθεν η ικανότητά της να σε παρασύρει στη δίνη της – την ίδια στιγμή που νομίζεις ότι αντιστέκεσαι. Είτε είσαι κοινό, είτε δημοσιογράφος. Και μέσα σε αυτή τη δίνη να επιβάλλει, χωρίς καν να φαίνεται ότι το κάνει, τις δικές της πολιτικές προτεραιότητες.
Όπως και να το κάνουμε, όπως και να το δούμε, ο ρεπόρτερ που, έξω από ένα βενζινάδικο της Αιδηψού μας ενημέρωνε ότι ο υπάλληλος επιβεβαιώνει το περιστατικό, είναι από μόνο του ένα αστείο τηλεοπτικό στιγμιότυπο. Το γεγονός ότι ο υπάλληλος δεν υπήρχε πουθενά είναι κωμικοτραγικό και κυρίως αντιδεοντολογικό. Όμως, την ίδια στιγμή που κάποιοι βαυκαλιζόμαστε ότι υπηρετούμε μια άλλη δημοσιογραφία και άλλοι βαυκαλιζόμαστε ότι αποτελούμε διαφορετικό και πιο ψαγμένο κοινό, αν δεν θέλουμε να λέμε ψέματα μεταξύ μας, οφείλουμε να παραδεχτούμε την προέλαση του αυριανισμού στη δημόσια ζωή. Η δημοσιογραφία του κώλου χρειάζεται και το κοινό του κώλου. Και, δυστυχώς, στην Ελλάδα υπάρχουν και τα δύο εν αφθονία…
unfollow
Αφιερωμένο σε όλους τους δημοσιοκάφρους που λυμαίνονται τα ΜΜΕ.
Σε μια από τις πιο γνωστές και εμβληματικές φράσεις του, ο Ουμπέρτο Έκο σημειώνει πως οι σύγχρονες δικτατορίες δεν επιβάλλονται με τα τανκς, αλλά με τις τηλεοράσεις (κι αν το προεκτείνουμε λίγο, με τα media). Μολονότι στο φοβερό και τρομερό βενζινάδικο-gate δεν μιλάμε για τη δύναμη της επιβολής ενός καθεστώτος, δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε ότι πρόκειται για μια (ακόμη) νίκη της αισθητικής του αυριανισμού επί της δημοσιογραφίας και για την επιβολή της «χούντας» του κίτρινου τύπου…
Ουδείς άνθρωπος με κανονική σκέψη, κριτική αντίληψη και στοιχειώδη κοινωνική μόρφωση θα ασχολούνταν κανονικά με την ιστορία του σκασμένου λάστιχου, ακόμη κι αν «σκόνταφτε» πάνω της. Όμως, η ιστορία του κιτρινισμού της είδησης -και τελικά της ίδιας της δημοσιογραφίας- δεν είναι ούτε τωρινό, ούτε μονοσήμαντο ή εύκολα αντιμετωπίσιμο φαινόμενο. Πρόκειται για έναν πανίσχυρο μηχανισμό προπαγάνδας, που τελικά επιβάλει όχι μόνο άποψη στον δημόσιο διάλογο (και βίο), αλλά και την ίδια την αισθητική του.
Μα, θα μου πείτε, όλοι καταδικάζουν την κίτρινη δημοσιογραφία. Πώς λοιπόν καταφέρνει να επιβάλλεται; Υπάρχει πράγματι ένα τμήμα του κοινού που αποστρέφεται τον κιτρινισμό: κάποιοι από αυτούς έχουν ζήσει τον Αυριανισμό στην απόλυτη παντοκρατορία του (κι έχουν βιώσει τις πολιτικές του προεκτάσεις), κάποιοι άλλοι δεν βρίσκουν κανένα ενδιαφέρον στο internet και στη μανία της εποχής με τα social media, ενώ υπάρχει ένα κοινό πιο πονηρεμένο και μπαρουτοκαπνισμένο που δεν ασχολείται καν με ιστορίες που αφορούν πάσης φύσης κλειδαρότρυπα.
Η μεγαλύτερη «μαγκιά» του κιτρινισμού είναι ότι μπορεί πολύ εύκολα να φορέσει το μανδύα της αντικειμενικής ενημέρωσης και έχει την ευελιξία να μεταφέρεται από το περιθώριο των blogs στο mainstream των τηλεοπτικών πάνελ. Και τότε εξαπλώνεται ταχύτατα, σαν ιός. Στο ρόλο της σύγχρονης Αυριανής βρίσκονται κάποιοι δημοσιογράφοι, η παρουσία και ο δημοσιογραφικός λόγος των οποίων πραγματικά αποτελεί εξέλιξη του φαινομένου «Κουρής» της δεκαετίας του 1980. O παρουσιαστής της απογευματινής ενημέρωσης στον Σκάι, οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας iefimerida, ο ρεπόρτερ facebook του Σκάι, και διάφοροι άλλοι που υπό τον μανδύα μιας δήθεν σοβαρής δημοσιογραφίας, κρατούν ψηλά τη σημαία του κιτρινισμού και της δημοσιογραφίας της κλειδαρότρυπας.
Στην τηλεόραση τα μεσημεριανάδικα άλλαξαν ώρα μετάδοσης και οι πανελίστες στο διαδίκτυο και στα έντυπα μέσα βρήκαν μόνιμο στασίδι. Όπως και η Αυριανή, έτσι και οι σύγχρονοι αυριανιστές, βοηθούμενοι και από την αμεσότητα των social media, «υποχρεώνουν» το κοινό και τα Μέσα να ασχοληθούν με τη θεματολογία που οι ίδιοι ορίζουν. Τώρα αν αυτό είναι μια γελοιότητα, όπως το λάστιχο της Ζωής Κωνσταντοπούλου, αν η ιστορία μπάζει από πολλές μεριές, αν υπάρχουν πολλές σατανικές συμπτώσεις ή ακόμα και επώνυμες μαρτυρίες που αντικρούουν το διαβόητο στόρυ, όλα αυτά είναι μάλλον αδιάφορα.
Εξάλλου πριν από την «ιερή αγελάδα» της δημοσιογραφίας, που είναι η διασταύρωση της είδησης, υπάρχει και ένα ακόμη στάδιο, που είναι η αξιολόγησή της. Δηλαδή ένας δημοσιογράφος, συντάκτης ή διευθυντής κρίνει αν αυτό που ακούει και καλείται να αναμεταδώσει στο κοινό του έχει, διάολε, την παραμικρή αξία.
Κι όμως, όχι. Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Διότι αφήνοντας στην άκρη το αν η είδηση πραγματικά ενδιαφέρει, η Αυριανή κατάφερνε ανέκαθεν να φέρει τον δημόσιο διάλογο στα μέτρα της. Ουσιαστικά κάποιοι μας σέρνουν σε μια άσχετη θεματολογία (που αγγίζει τα όρια του τερατουργήματος) και οι υπόλοιποι –κοινό και δημοσιογράφοι– ακολουθούμε, σχεδόν αναγκαστικά. Είτε γιατί το θέμα βρίσκεται όπου κι αν γυρίσεις να κοιτάξεις, είτε γιατί υπάρχει ανάγκη διάψευσης, είτε γιατί αισθάνεσαι την ανάγκη να απαντήσεις, είτε απλώς γιατί το θέμα «πουλάει» (κάνει πολλά κλικ, στην ορολογία της ιντερνετικής πιάτσας).
Αν ξαναγυρίσουμε στο βενζινάδικο-gate, κάποια μίντια (ertopen, Εφημερίδα των Συντακτών) παρουσίασαν κανονικά ρεπορτάζ με δηλώσεις επώνυμου μάρτυρα που βρέθηκε μπροστά στο περιστατικό (και περιγράφει τα πράγματα πολύ διαφορετικά). Και πολύ καλά έκαναν. Σε κανονικές συνθήκες, όμως, υπήρχε ποτέ περίπτωση τα μίντια αυτά να ιεραρχήσουν ως κανονικό τους θέμα την ανταπόκριση από ένα βενζινάδικο της Αιδηψού; Ιδού λοιπόν πώς η ατζέντα του κιτρινισμού επιβάλλεται – ακόμη και εξ αντανακλάσεως.
Τελευταίο αλλά όχι έσχατο: ας είμαστε ειλικρινείς κι ας μην χαϊδεύουμε τα αυτιά του κοινού. Δεν έφτασε τυχαία η Αυριανή να πουλάει κάποτε 150.000 φύλλα ημερησίως. Και μην φανταστείτε ότι όλοι όσοι είναι άνω των 35 τη διαβάζαμε φανατικά ή ότι είχαμε καμιά μανία να βλέπουμε πρωτοσέλιδες φωτογραφίες με το στήθος της Μιμής. Το κοινό υπήρχε ή και εκπαιδεύτηκε, αλλά η αλήθεια είναι ότι την ίδια στιγμή που κάποιοι αντιμετωπίζαμε την Αυριανή ως «φυλλάδα» και γράφονταν πύρινα άρθρα κατά του αυριανισμού, ο αυριανισμός εξαπλωνόταν σαν ιός και –αργά αλλά σταθερά– επιβαλλόταν ως μια σταθερά στη δημοσιογραφία.
Και, καθώς φαίνεται, παραμένει: Όταν ο Γεράσιμος Γιακουμάτος ξεφεύγει από τα όρια, μιλώντας με υποτιμητικούς όρους για τον σύζυγο της Προέδρου της Βουλής, κανείς δεν του παίρνει το μικρόφωνο. Αντίθετα τον επικροτεί, καλώντας τον και στην επόμενη εκπομπή, γιατί «θα γελάσουμε και θα κάνουμε νούμερα». Όταν ο Γρηγόρης Ψαριανός προβαίνει σε χαρακτηρισμούς όπως «άρρωστη γυναίκα», κανείς δεν τον βάζει στη θέση του. Ναι, εντάξει, γνωρίζουμε ότι ο Ψαριανός έχει ασπαστεί τη φαιδρότητα ως στάση ζωής, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο γκεμπελισμός του «ρίξε λάσπη, όλο και κάτι θα μείνει», έχει πλάκα επειδή έχει πλάκα η κατρακύλα του Ψαριανού στη φαιδρότητα και στον σεξισμό.
Σιγά σιγά όλοι κατρακυλάμε. Ασχολούμαστε με μια αστεία ιστορία, την ίδια στιγμή που αδιαφορούμε για τους ανθρώπους που μόλις πριν από λίγες ημέρες χάθηκαν στα νερά της Μεσογείου. Ανεχόμαστε τις συντονισμένες επιθέσεις κατά του Κατρούγκαλου από δημοσιογράφους και mainstream media, που ακόμη κι όταν αποδεικνύονται ψευδείς, αναπαράγονται από κόμματα της Βουλής. Κοροϊδεύουμε τα «μεσημεριανάδικα» την ίδια στιγμή που παρακολουθούμε ανταποκριτές από το εξωτερικό να ασχολούνται με το ντύσιμο της Λαγκάρντ και του Βαρουφάκη.
Όμως η δύναμη της κίτρινης δημοσιογραφίας ήταν ανέκαθεν η ικανότητά της να σε παρασύρει στη δίνη της – την ίδια στιγμή που νομίζεις ότι αντιστέκεσαι. Είτε είσαι κοινό, είτε δημοσιογράφος. Και μέσα σε αυτή τη δίνη να επιβάλλει, χωρίς καν να φαίνεται ότι το κάνει, τις δικές της πολιτικές προτεραιότητες.
Όπως και να το κάνουμε, όπως και να το δούμε, ο ρεπόρτερ που, έξω από ένα βενζινάδικο της Αιδηψού μας ενημέρωνε ότι ο υπάλληλος επιβεβαιώνει το περιστατικό, είναι από μόνο του ένα αστείο τηλεοπτικό στιγμιότυπο. Το γεγονός ότι ο υπάλληλος δεν υπήρχε πουθενά είναι κωμικοτραγικό και κυρίως αντιδεοντολογικό. Όμως, την ίδια στιγμή που κάποιοι βαυκαλιζόμαστε ότι υπηρετούμε μια άλλη δημοσιογραφία και άλλοι βαυκαλιζόμαστε ότι αποτελούμε διαφορετικό και πιο ψαγμένο κοινό, αν δεν θέλουμε να λέμε ψέματα μεταξύ μας, οφείλουμε να παραδεχτούμε την προέλαση του αυριανισμού στη δημόσια ζωή. Η δημοσιογραφία του κώλου χρειάζεται και το κοινό του κώλου. Και, δυστυχώς, στην Ελλάδα υπάρχουν και τα δύο εν αφθονία…
unfollow
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου