Όλα ξεκίνησαν ένα ανοιξιάτικο απογευματάκι σαν και το
σημερινό. Η «Μαμά Τράπεζα» πήρε την απόφαση , να δίνει περισσότερα «γλυκάκια»
σε όσα από τα «παιδάκια» της , έφερναν καινούργια «προβατάκια» στην αυλή της.
Έτσι τα «παιδάκια» βγήκανε στα χωραφάκια και άρχισαν να ψάχνουνε για «προβατάκια».
Για τόπους μακρινούς παραδεισένιους, τα μιλούσαν, με μεζονέτες δίπατες , αμαξάκια μεγάλου κυβισμού
και πολλά, πολλά ταξίδια . Τα «προβατάκια»
ενθουσιασμένα, υπέγραφαν όλα τα συμβολαιάκια, που τους έδειχναν τα όμορφα «παιδάκια»
δίχως να διστάσουν , δίχως να ρωτήσουν, δίχως να σκεφτούν κάτι παρά πέρα. Έπειτα
τα «παιδάκια» τρέχαν πίσω στην «Μαμά Τράπεζα» και αυτή τα τάιζε γλυκάκια, μα πολλά
, πολλά γλυκάκια.
Ώσπου μια μέρα τα
όμορφα «παιδάκια» από τα πολλά, πολλά γλυκάκια γίναν λυσσασμένοι «λύκοι» και ορμίσανε στα «προβατάκια». Ένα, ένα τα
κατάπιναν , σπίτια, μαγαζιά και αμάξια για να πάρουν κι άλλο κρέας από την «Μάνα
Τράπεζα». Τα πρόβατα σκορπίστηκαν στον πανικό και οι τσομπάνηδες το σκάσανε για
το βουνό. Το κάθε πρόβατο πια μονάχο τρέχει από τα δόντια των λύκων να γλυτώσει
μα κάθε βήμα που ανοίγει ο φόβος της «Μάνας Τράπεζας» το καθηλώνει …
ΣΙΣΣΥ ΜΑΚΡΙΔΟΥ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου