η μάνα (γιατί η ημέρα της είναι μία φορά το χρόνο και η ψυχή της κάθε μέρα δίπλα μας)

.....
μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω
μ' ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή ξενυχτισμένη και χλομή.


Την πρώτη φορά που διάβασα αυτό το ποίημα του Χριστιανόπουλου, «Τύψεις» το ονομάζει, το ξέχασα αμέσως, δε με αφορούσε. Ποτέ δεν ένιωσα την ουσιαστική παρουσία της μάνας μου, την ταύτιζα πάντα με τον πατέρα και διέγραφα. Όμως ένιωσα πολλές φορές την ανάγκη να την είχα, με όλη τη σημασία του ρήματος. Αυτές τις μέρες την έχω εδώ, την έχω με αποκλειστικότητα, κι ας μην μπορώ να τη χαρώ. Δεν την ξέρω καθόλου τη μάνα μου. Πάντα θαύμαζα τον πατέρα γιατί τον έβρισκα άνθρωπο της δύναμης και των λύσεων κι εγώ είχα ανάγκη από δύναμη. Μα η μάνα μου; Ποια είναι αυτή η γυναίκα που κλαίει πάντα με στεγνά μάτια, που με κοιτάζει συνεχώς αμίλητη περιμένοντας από μια κίνηση μου μόνο να καταλάβει, να πιαστεί, να ελπίζει;
Την έχω απέναντί μου τώρα, κάνει ζέστη στο δωματιάκι και κάθεται αμίλητη, κοιτάζοντας στο κενό, ακίνητη, παραδομένη στις δικές της σκέψεις. Μάζεψε σε κότσο τα μαλλιά της κι αφήνει ακάλυπτες τις ρυτίδες όχι τόσο του χρόνου που τη βαραίνει μα της πίκρας της ζωής της. Γέρασε η μάνα μου παλεύοντας με τους δικούς της δαίμονες. Κοιτάζω τα χέρια μου που πρησμένα από την ακινησία είναι ίδια με της μάνας μου. Κοιτάζω τα δάχτυλα του ποδιού μου, είναι ίδια με της μάνας μου. Τη ρωτάω κάτι ασήμαντο, «τι θα μαγειρέψεις Αμαλία», για να ακούσω τη φωνή μου, είναι λες και ακούω εκείνη. Κρυφά παρατηρώ το σώμα της, τις κινήσεις της, τα μαλλιά της, είναι εγώ. Μα κυρίως τα μάτια της, ίδια τα δικά μου. Το βλέμμα της ακολουθώ, με τα μάτια της κοιτάζω και φοβάμαι πως βλέπουμε τα ίδια πράγματα. Με πιάνει πανικός όταν νιώθω πως πονάει όπως εγώ, τρέμει όπως εγώ, θυμώνει όπως εγώ, ανασαίνει όπως εγώ. Χαϊδεύω με τα χέρια μου το κορμί μου κι ύστερα σκουπίζω το δάκρυ που έτρεξε στα μάτια μου. Ξεσπάω σε αναφιλητά, είναι τα χέρια της. Ακόμα και η ελιά στο στήθος, οι άλλες οι πολλές στην πλάτη, η σκούρα μελανιά της «μοίρας» στη μέση αριστερά, η μύτη που στραβώνει κι ας είναι λίγο πιο πλατιά η δική της, τα χρόνια ίσως, τίποτε δεν είναι δικό μου. Θυμώνω τώρα γιατί έλεγα πάντα πως δε μοιάζω σε κανένα, δεν ήθελα να μοιάζω σε κανένα, μόνο τα μάτια έλεγα πως πήρα από τον παππού γιατί κοιτάζαμε ώρες τη θάλασσα. Τι κι αν δεν έχω καθρέπτη, το πιο μισητό πράγμα στον κόσμο, καθρέπτης μου είναι η μάνα μου. Χτενίζει τα μαλλιά της και χτενίζονται τα δικά μου, πλένει τα δόντια της και ασπρίζουν τα δικά μου, φοράει τα ρούχα της και ντύνομαι εγώ, πεθαίνω και πεθαίνει εκείνη. Θέλω να την αγκαλιάσω, να της μιλήσω για σένα, να καταλάβει. Να πάψω να τη λέω με το όνομά της να τη φωνάξω, μάνα μου! Τρομάζω τη μέρα που θα ξυπνήσω και δε θα την έχω πάλι. Και δε θα της μοιάζω. Θέλω να της το πω κι αντίς, τι της λέω; «Αμαλία, όταν φύγεις δε θα φορέσω μαύρα… μα σε παρακαλώ ούτε κι εσύ αν φύγω. Θα μαυρίζεις την ψυχή μου». Τη σκότωσα πάλι…

17/08/2014

Νικολέτα Ανδριανή
Share on Google Plus

About ektos-ylhs.blogspot.com/

Με τα μάτια της Τέχνης,της Επιστήμης της Ειρωνίας, του Σαρκασμού αλλά και του Έρωτα και της Αγάπης ,βλέπουμε το σήμερα διαβάσουμε το χθες και ονειρευόμαστε το αύριο...
    Blogger Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΨΗΣΤΑΡΙΑ ΛΕΩΝΙΔΑΣ

ΨΗΣΤΑΡΙΑ ΛΕΩΝΙΔΑΣ
ΣΚΡΑ 9 / ΚΑΤΕΡΙΝΗ/ Τ.Κ. 60100 / ΤΗΛ: 2351029728, 2351025120

ΔΗΜΟΦΙΛΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ