Τα προγνωστικά για το ενδεχόμενο οι Βρετανοί να αποφασίσουν να
εγκαταλείψουν την ΕΕ, προκαλούν άγχος και ανησυχία ότι η χώρα θα
βυθιστεί στην ύφεση. Αυτές οι προβλέψεις στηρίζονται περισσότερο σε
εκτιμήσεις και πιθανόν να έχουν υπερεξαντληθεί, γράφει η Wall Street
Journal.
Οι μεγαλύτερες επιπτώσεις, προσθέτει η εφημερίδα, απαιτούν μεγαλύτερη ανάλυση, είναι περισσότερο βαθμιαίες και παγκόσμιες.
Το Brexit θα αποτελέσει τη σημαντικότερη αποκήρυξη μέχρι αυτή τη στιγμή, της μεταπολεμικής συμφωνίας που ακολούθησε την παγκόσμια ενσωμάτωση. Αυτή η ενσωμάτωση έχει ήδη δεχθεί πλήγματα και ξεφτίζει με την άνοδο του προστατευτισμού και του παγκόσμιου αντιμεταναστευτικού αισθήματος.
Ένα περαιτέρω ξήλωμα θα υποβαθμίσει τις προοπτικές της παγκόσμιας ανάπτυξης, πάνω από την οποία έχουν συγκεντρωθεί σύννεφα από τη γήρανση του πληθυσμού και την μίζερη παραγωγικότητα.
Η συμφωνία για περισσότερη παγκόσμια ενσωμάτωση ήταν εντυπωσιακά ανθεκτική μέχρι σήμερα. Από την ίδρυση της ΕΕ το 1957, οι 28 Ευρωπαϊκές χώρες ενώθηκαν και καμία δεν αποχώρησε εκτός από τη Γροιλανδία και την Αλγερία που τότε ήταν γαλλικό έδαφος. Είναι όντως πολύ σπάνιο για μία χώρα να αποχωρήσει οικιοθελώς από μία εμπορική συνθήκη, εκτός εάν αναμένει να ενταχθεί σε μία καλύτερη. Από την έναρξη της λειτουργίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου το 1948 (ως μία Γενική Συμφωνία για το εμπόριο) 162 χώρες συμμετέχουν και καμία δεν έχει αποχωρήσει.
Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί οι κυβερνητικές ελίτ έχουν αποδεχθεί την οικονομική λογική της ενσωμάτωσης. Αυτό αυξάνει το μέγεθος των αγορών, εκθέτει τις τοπικές εταιρείες σε περισσότερο ανταγωνισμό και επιταχύνει την διάδοση των νέων ιδεών με τις ξένες επενδύσεις και τη μετανάστευση.
Το 2004 ο ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι Scott Bradford και Robert Lawrence εκτίμησαν ότι ο κόσμος θα ήταν κατά 7% πιο φτωχός εάν επανέρχονταν οι οικονομικοί κανόνες που ίσχυαν τη δεκαετία του 1930.
Η Βρετανική οικονομία υποχωρούσε σε σχέση με τη γαλλική και τη γερμανική μέχρι την συμμετοχή της στην ΕΕ το 1973. Η Μάργκαρετ Θάτσερ έγινε πρωθυπουργός το 1979 και ξεκίνησε την χαλάρωση των κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία. Από τότε η Βρετανία έχει δει το κατά κεφαλήν εισόδημα να αυξάνεται ταχύτατα και πιο γρήγορα από το αντίστοιχο της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Όμως το μαλακό υπογάστριο αυτής της οικονομικής επιτυχίας είναι η εύθραυστη πολιτική κληρονομιά.
Οι υποστηριχτές του Brexit έχουν καταγγείλει την παρεμβατικότητα της ΕΕ στις βρετανικές υποθέσεις. Μέχρι αυτή την ώρα οι διεθνείς συνθήκες όπως η ΕΕ και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου είναι κατά συνθήκη αντιδημοκρατικές στο βαθμό που υποχρεώνουν τα μέλη που έχουν υπογράψει να αποδέχονται τις αποφάσεις για το κοινό καλό.
Οι Βρετανικές εταιρείες γκρινιάζουν για τις παρεμβάσεις της ΕΕ αλλά έχουν ευεργετηθεί όταν αυτές οι παρεμβάσεις έχουν ρίξει τα σύνορα στην Ευρώπη.
Η κριτική αναφέρει ότι η παγκόσμια ενσωμάτωση ενισχύει τις ελιτ εις βάρος των απλών εργατών. Και αυτό είναι αβάσιμο. Περισσότεροι εργαζόμενοι με προσόντα είχαν κέρδη δυσανάλογα αλλά κάθε εργαζόμενος είναι επίσης και καταναλωτής και για αυτό ευεργετείται όταν ο διεθνής ανταγωνισμός κάνει τα προϊόντα πιο φθηνά και καλύτερα.
Ο ιστορικός στα θέματα εμπορίου Doug Irwin, στο πανεπιστήμιο του Dartmouth, λέει ότι 2 εκατ. Αμερικανοί εργαζόμενοι χάνουν 15.000 δολάρια το χρόνο -μία υπερβολική εκτίμηση για τον αντίκτυπο του εμπορίου με την Κίνα - την ώρα που 320 εκατ. Αμερικανοί κερδίζουν 100 δολάρια από το εμπόριο, τα πλεονεκτήματα στην κοινωνία συνολικά ξεπερνούν το κόστος.
Ακόμη και η μετανάστευση σε ισορροπία είναι πιθανόν ένα θετικό στοιχείο. Το Κέντρο Οικονομικών Επιδόσεων του London School of Economics, έδειξε ότι οι μετανάστες στη Βρετανία είναι καλύτερα εκπαιδευμένοι και είναι πιο πιθανό να εργαστούν σε σχέση με τους γηγενείς και να πληρώνουν περισσότερο σε φόρους από τα πλεονεκτήματα που δέχονται.
Εάν η Βρετανία αφήσει την ΕΕ δεν θα είναι εκρηκτική η κατάσταση, δεν είναι το θέμα ότι θα επιστρέψει στον υπερπροστατευτισμό ή την υπερυθμισμένη αγορά πριν από τη Θάτσερ.
Αλλά θα υπάρχει κόστος. Μία αναθεώρηση 13 διαφορετικών μελετών έδειξε σύμφωνα με τις 8 ότι η Βρετανία θα είναι χειρότερα και 3 είπαν ότι θα είναι καλύτερα εάν φύγει από την ΕΕ. Οι άλλες είχαν αντικρουόμενα αποτελέσματα.
Επίσης η Βρετανική κυβέρνηση εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα είναι χαμηλότερη κατά 0,2% έως 0,5% τα επόμενα 15 χρόνια αλλά ίσως δεν είναι αρκετό για να αξιολογηθεί από τους Βρετανούς. Όμως αυτά τα κόστη είναι πραγματικά. Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι το να φεύγεις από ένα μονοπάτι που είναι περισσότερο ανοιχτό πηγαίνοντας σε ένα μονοπάτι με κλειστά σύνορα θα έχει συνέπειες στην οικονομία η οποία θα αποδυναμωθεί βαθμιαία.
Επίσης σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι επιπτώσεις δεν περιορίζονται στις όχθες της Βρετανίας. Εάν δεν υπάρξουν σημαντικές βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις, μπορεί να ενεργοποιηθούν οι μακροπρόθεσμες με την ενεργοποίηση αντιευρωπαϊκών κινημάτων στην Ευρώπη, κυρίως την Γαλλία και την Ολλανδία που όπως οι υποστηριχτές του Brexit, έχουν ενισχυθεί κυρίως από το άγχος για την μετανάστευση, παρά για τις οικονομικές ανησυχίες.
Η ανησυχία για τον προστατευτισμό είναι παγκόσμια. Οργάνωση με έδρα τη Γενεύη που παρακολουθεί το διεθνές εμπόριο έχει επισημάνει από το 2008 περισσότερες από 700 κρατικές παρεμβάσεις σε εταιρείες για να παράξουν τα προϊόντα στη χώρα τους με αντάλλαγμα ελεύθερη πρόσβαση στις αγορές. Τον περασμένο μήνα ο Jeffrey Immelt, διευθυντής της General Electric, είπε ότι οι εταιρείες πιέζονται να οργανώσουν τις δράσεις τους με βάση αυτές τις τακτικές. Η δημιουργία εργοστασίων σε διαφορετικά σημεία του κόσμου μειώνει την παραγωγικότητα και αυξάνει το κόστος για τους καταναλωτές.
Ο οικονομολόγος του Ινστιτούτου Peterson για τη διεθνή οικονομία υποστηρίζει ότι υπάρχει μία επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και κατηγορεί τον προστατευτισμό. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του το παγκόσμιο ΑΕΠ θα ήταν μεγαλύτερο κατά 2,7% εάν δεν υπήρχαν τέτοια κρούσματα.
Εάν η Βρετανία φύγει από την ΕΕ αυτό το ποσοστό θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια
Επιμέλεια: Κυριάκος Αργυρόπουλος
topontiki.gr
Οι μεγαλύτερες επιπτώσεις, προσθέτει η εφημερίδα, απαιτούν μεγαλύτερη ανάλυση, είναι περισσότερο βαθμιαίες και παγκόσμιες.
Το Brexit θα αποτελέσει τη σημαντικότερη αποκήρυξη μέχρι αυτή τη στιγμή, της μεταπολεμικής συμφωνίας που ακολούθησε την παγκόσμια ενσωμάτωση. Αυτή η ενσωμάτωση έχει ήδη δεχθεί πλήγματα και ξεφτίζει με την άνοδο του προστατευτισμού και του παγκόσμιου αντιμεταναστευτικού αισθήματος.
Ένα περαιτέρω ξήλωμα θα υποβαθμίσει τις προοπτικές της παγκόσμιας ανάπτυξης, πάνω από την οποία έχουν συγκεντρωθεί σύννεφα από τη γήρανση του πληθυσμού και την μίζερη παραγωγικότητα.
Η συμφωνία για περισσότερη παγκόσμια ενσωμάτωση ήταν εντυπωσιακά ανθεκτική μέχρι σήμερα. Από την ίδρυση της ΕΕ το 1957, οι 28 Ευρωπαϊκές χώρες ενώθηκαν και καμία δεν αποχώρησε εκτός από τη Γροιλανδία και την Αλγερία που τότε ήταν γαλλικό έδαφος. Είναι όντως πολύ σπάνιο για μία χώρα να αποχωρήσει οικιοθελώς από μία εμπορική συνθήκη, εκτός εάν αναμένει να ενταχθεί σε μία καλύτερη. Από την έναρξη της λειτουργίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου το 1948 (ως μία Γενική Συμφωνία για το εμπόριο) 162 χώρες συμμετέχουν και καμία δεν έχει αποχωρήσει.
Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί οι κυβερνητικές ελίτ έχουν αποδεχθεί την οικονομική λογική της ενσωμάτωσης. Αυτό αυξάνει το μέγεθος των αγορών, εκθέτει τις τοπικές εταιρείες σε περισσότερο ανταγωνισμό και επιταχύνει την διάδοση των νέων ιδεών με τις ξένες επενδύσεις και τη μετανάστευση.
Το 2004 ο ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι Scott Bradford και Robert Lawrence εκτίμησαν ότι ο κόσμος θα ήταν κατά 7% πιο φτωχός εάν επανέρχονταν οι οικονομικοί κανόνες που ίσχυαν τη δεκαετία του 1930.
Η Βρετανική οικονομία υποχωρούσε σε σχέση με τη γαλλική και τη γερμανική μέχρι την συμμετοχή της στην ΕΕ το 1973. Η Μάργκαρετ Θάτσερ έγινε πρωθυπουργός το 1979 και ξεκίνησε την χαλάρωση των κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία. Από τότε η Βρετανία έχει δει το κατά κεφαλήν εισόδημα να αυξάνεται ταχύτατα και πιο γρήγορα από το αντίστοιχο της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Όμως το μαλακό υπογάστριο αυτής της οικονομικής επιτυχίας είναι η εύθραυστη πολιτική κληρονομιά.
Οι υποστηριχτές του Brexit έχουν καταγγείλει την παρεμβατικότητα της ΕΕ στις βρετανικές υποθέσεις. Μέχρι αυτή την ώρα οι διεθνείς συνθήκες όπως η ΕΕ και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου είναι κατά συνθήκη αντιδημοκρατικές στο βαθμό που υποχρεώνουν τα μέλη που έχουν υπογράψει να αποδέχονται τις αποφάσεις για το κοινό καλό.
Οι Βρετανικές εταιρείες γκρινιάζουν για τις παρεμβάσεις της ΕΕ αλλά έχουν ευεργετηθεί όταν αυτές οι παρεμβάσεις έχουν ρίξει τα σύνορα στην Ευρώπη.
Η κριτική αναφέρει ότι η παγκόσμια ενσωμάτωση ενισχύει τις ελιτ εις βάρος των απλών εργατών. Και αυτό είναι αβάσιμο. Περισσότεροι εργαζόμενοι με προσόντα είχαν κέρδη δυσανάλογα αλλά κάθε εργαζόμενος είναι επίσης και καταναλωτής και για αυτό ευεργετείται όταν ο διεθνής ανταγωνισμός κάνει τα προϊόντα πιο φθηνά και καλύτερα.
Ο ιστορικός στα θέματα εμπορίου Doug Irwin, στο πανεπιστήμιο του Dartmouth, λέει ότι 2 εκατ. Αμερικανοί εργαζόμενοι χάνουν 15.000 δολάρια το χρόνο -μία υπερβολική εκτίμηση για τον αντίκτυπο του εμπορίου με την Κίνα - την ώρα που 320 εκατ. Αμερικανοί κερδίζουν 100 δολάρια από το εμπόριο, τα πλεονεκτήματα στην κοινωνία συνολικά ξεπερνούν το κόστος.
Ακόμη και η μετανάστευση σε ισορροπία είναι πιθανόν ένα θετικό στοιχείο. Το Κέντρο Οικονομικών Επιδόσεων του London School of Economics, έδειξε ότι οι μετανάστες στη Βρετανία είναι καλύτερα εκπαιδευμένοι και είναι πιο πιθανό να εργαστούν σε σχέση με τους γηγενείς και να πληρώνουν περισσότερο σε φόρους από τα πλεονεκτήματα που δέχονται.
Εάν η Βρετανία αφήσει την ΕΕ δεν θα είναι εκρηκτική η κατάσταση, δεν είναι το θέμα ότι θα επιστρέψει στον υπερπροστατευτισμό ή την υπερυθμισμένη αγορά πριν από τη Θάτσερ.
Αλλά θα υπάρχει κόστος. Μία αναθεώρηση 13 διαφορετικών μελετών έδειξε σύμφωνα με τις 8 ότι η Βρετανία θα είναι χειρότερα και 3 είπαν ότι θα είναι καλύτερα εάν φύγει από την ΕΕ. Οι άλλες είχαν αντικρουόμενα αποτελέσματα.
Επίσης η Βρετανική κυβέρνηση εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα είναι χαμηλότερη κατά 0,2% έως 0,5% τα επόμενα 15 χρόνια αλλά ίσως δεν είναι αρκετό για να αξιολογηθεί από τους Βρετανούς. Όμως αυτά τα κόστη είναι πραγματικά. Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι το να φεύγεις από ένα μονοπάτι που είναι περισσότερο ανοιχτό πηγαίνοντας σε ένα μονοπάτι με κλειστά σύνορα θα έχει συνέπειες στην οικονομία η οποία θα αποδυναμωθεί βαθμιαία.
Επίσης σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι επιπτώσεις δεν περιορίζονται στις όχθες της Βρετανίας. Εάν δεν υπάρξουν σημαντικές βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις, μπορεί να ενεργοποιηθούν οι μακροπρόθεσμες με την ενεργοποίηση αντιευρωπαϊκών κινημάτων στην Ευρώπη, κυρίως την Γαλλία και την Ολλανδία που όπως οι υποστηριχτές του Brexit, έχουν ενισχυθεί κυρίως από το άγχος για την μετανάστευση, παρά για τις οικονομικές ανησυχίες.
Η ανησυχία για τον προστατευτισμό είναι παγκόσμια. Οργάνωση με έδρα τη Γενεύη που παρακολουθεί το διεθνές εμπόριο έχει επισημάνει από το 2008 περισσότερες από 700 κρατικές παρεμβάσεις σε εταιρείες για να παράξουν τα προϊόντα στη χώρα τους με αντάλλαγμα ελεύθερη πρόσβαση στις αγορές. Τον περασμένο μήνα ο Jeffrey Immelt, διευθυντής της General Electric, είπε ότι οι εταιρείες πιέζονται να οργανώσουν τις δράσεις τους με βάση αυτές τις τακτικές. Η δημιουργία εργοστασίων σε διαφορετικά σημεία του κόσμου μειώνει την παραγωγικότητα και αυξάνει το κόστος για τους καταναλωτές.
Ο οικονομολόγος του Ινστιτούτου Peterson για τη διεθνή οικονομία υποστηρίζει ότι υπάρχει μία επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και κατηγορεί τον προστατευτισμό. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του το παγκόσμιο ΑΕΠ θα ήταν μεγαλύτερο κατά 2,7% εάν δεν υπήρχαν τέτοια κρούσματα.
Εάν η Βρετανία φύγει από την ΕΕ αυτό το ποσοστό θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια
Επιμέλεια: Κυριάκος Αργυρόπουλος
topontiki.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου