«Λοιπόν, εγώ, ο Θανάσης Βέγγος, είμαι ενστικτώδης άνθρωπος... Δουλεύω με το ένστικτο, δεν έχω κανένα ταλέντο, κανένα ταλέντο. Μόνο αυτή τη φάτσα, που, κοίταξέ την καλά και διάβασε. Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα. Κάποιο βράδυ με πλησιάζει έξ’ απ' το σινεμά ένας γέρος. "Καλέ μου άνθρωπε'", μου λέει, '"είμαι συνταξιούχος και βλέπω με τη γυναίκα μου τις ταινίες σου. Σ' ευχαριστώ. Μόλις βγαίνω απ' το σινεμά έχω ξαλαφρώσει για τρεις μέρες". Αυτό το καλέ μου άνθρωπε έγινε σήμα κατατεθέν του Θανάση. Έτσι, αγαπητέ, φτιάχτηκε σιγά-σιγά ο Θανάσης».
Αυτά είπε ο Θανάσης Βέγγος, σε μία από τις σπάνιες συνεντέυξεις του, το ο 1971, για το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος»
Γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο στις 29 Μαΐου του 1927. Μοναχοπαίδι, ο πατέρας του δούλευε στην τότε εταιρεία ηλεκτρισμού και έγινε αργότερα ήρωας της αντίστασης. Μετά από τον πόλεμο τον έδιωξαν από την δουλειά του. Ο έφηβος Θανάσης, αναγκάστηκε να εργαστεί για να βοηθήσει την οικογένειά του. Έκανε μικροθελήματα στην γειτονιά του, απ’ όπου ξεσήκωσε και το αθάνατο τρέξιμό του. Ασχολήθηκε επίσης για πολλά χρόνια με την επεξεργασία δερμάτων.
Τα χρόνια του Εμφυλίου τον βρήκαν στην Μακρόνησο. Πολιτικός κρατούμενος στην εξορία, είχε την τύχη να γνωρίσει πολλούς εγνωσμένης αξίας καλλιτέχνες. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Νίκος Κούνδουρος. Λίγα χρόνια μετά έκανε την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο στην ταινία του «Μαγική Πόλις», ενώ μέχρι το 1959 έπαιξε σε μικρούς ρόλους που άφησαν όμως εποχή.
Δεν σπούδασε ποτέ του υποκριτική. Φανταστείτε το έμφυτο ταλέντο αυτού του ανθρώπου, στο δύσκολο είδος της κωμωδίας. Πήρε άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος λόγω «μεγάλου ταλέντου» από ειδική επιτροπή. Ανέβηκε και στην σκηνή του θεάτρου δίπλα στον Νίκο Ρίζο και τον Γιάννη Γκιωνάκη, στην επιθεώρηση «ομόνοια πλατς πλουτς». Στο πλευρό του σκηνοθέτη Πάνου Γλυκοφρύδη, απέκτησε αυτήν την εικόνα που έχουμε μέχρι σήμερα για αυτόν. Του μεροκαματιάρη, που τρέχει από εδώ και από εκεί, χωρίς σταματημό, που βάζει τις φωνές και είναι πάντα ηθικός και πρόθυμος να βοηθήσει οποιονδήποτε. Ό, τι σχεδόν ήταν και στην ζωή του δηλαδή
Έπαιξε σε δεκάδες ταινίες και το κοινό τον αγάπησε. «Ο δράκος», «Μανταλένα», «Ο Ηλίας του 16ου», «Ποτέ την Κυριακή» και ως πρωταγωνιστής στις ταινίες «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης», «Οι δοσατζήδες» (όπου ήταν συγκινητικός), «Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ», «Ο παπατρέχας» κ.α.
Από το 1964 ίδρυσε την δική του εταιρεία, την «ΘΒ – Ταινίες Γέλιου». Για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε (αλλά και σκηνοθετούσε) στις καλύτερες ταινίες της καριέρας του , τις οποίες βλέπουμε μέχρι σήμερα. «Φανερός πράκτωρ 000», «Ποιος Θανάσης;», «Τρελός, παλαβός και Βέγγος», είναι μερικές από τις κωμωδίες που κατά γενική ομολογία υπήρξαν τουλάχιστον μισό αιώνα μπροστά από την εποχή τους
Το 1971 έρχεται και η καταξίωση στα βραβεία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ο Ντίνος Κατσουρίδης σκηνοθετεί την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;», με το κοινό και τους κριτικούς να τον αποθεώνουν, για την ανεπανάληπτη ερμηνεία του σε αυτόν τον γλυκόπικρο ρόλο/ Τιμήθηκε με το βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου, όπως και την επόμενη χρονιά, με την ταινία «Θανάση, πάρε το όπλο σου!»
Πέθανε στις 3 Μαΐου του 2011, σε ηλικία 84 ετών. Τα τελευταία δυο χρόνια η κατάσταση της υγείας του δεν ήταν καλή, υποφέροντας από εγκεφαλικά επεισόδια που τον κράτησαν για αρκετό καιρό στο νοσοκομείο
Ο αρχαίος Έλλην ήταν ωραίος, αθλητικός, με νουν και σώμα υγιές· ο διαχρονικός Έλληνας είναι ωραίος σαν Έλληνας, σαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Αθανάσιο Διάκο, σαν τον Σίμωνα Μπολιβάρ· Ο Νεοέλληνας πώς είναι; Σαν τον Θανάση Βέγγο: σκονισμένος. Ο ρόλος του Βέγγου ερμηνεύεται σε σχέση με την ανάγκη που πέρασε τον Θανάση από τη γη στην οθόνη κι εκεί τον καθιέρωσε: την ανάγκη του κόσμου να έχει απέναντί του έναν δίμορφο Θανάση. Τον ρεαλιστικό φουκαρά, μα και τον άλλο, τον υπερρεαλιστή, τον εκδικητή της πολύπαθης περιπλάνησής του. Ανάγκη τυφλή όπως αυτή που γέννησε, έπειτα από αιώνες, τον Θανάση τον Νεοέλληνα. Πάντως, ο Βέγγος είναι δημιούργημα μιας τέτοιας ανάγκης και, κατά συνέπεια, επαναφέρει και διακωμωδεί τα τραγικά συμβάντα της φυλής. Εύκολα μπορεί στην μυθοπλασία των ταινιών του να ξεχωρίσει το καλό από το κακό (κύριο χαρακτηριστικό στον χαρακτήρα του Θανάση), σύμφωνα με την παραδοσιακή ηθική, μα η παραπέρα εξέλιξη του μύθου δεν αφήνει περιθώρια συνθέσεων, παράθυρα λύσεων. Μόνη λύση η υπέρβαση με το σύστημα των δικών του αυτοματικών λειτουργιών ή ακολουθώντας ενστικτωδώς τα τυχαία συμβάντα που διέπονται από βουλές άγνωστων θεών.
Αυτά είπε ο Θανάσης Βέγγος, σε μία από τις σπάνιες συνεντέυξεις του, το ο 1971, για το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος»
Γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο στις 29 Μαΐου του 1927. Μοναχοπαίδι, ο πατέρας του δούλευε στην τότε εταιρεία ηλεκτρισμού και έγινε αργότερα ήρωας της αντίστασης. Μετά από τον πόλεμο τον έδιωξαν από την δουλειά του. Ο έφηβος Θανάσης, αναγκάστηκε να εργαστεί για να βοηθήσει την οικογένειά του. Έκανε μικροθελήματα στην γειτονιά του, απ’ όπου ξεσήκωσε και το αθάνατο τρέξιμό του. Ασχολήθηκε επίσης για πολλά χρόνια με την επεξεργασία δερμάτων.
Τα χρόνια του Εμφυλίου τον βρήκαν στην Μακρόνησο. Πολιτικός κρατούμενος στην εξορία, είχε την τύχη να γνωρίσει πολλούς εγνωσμένης αξίας καλλιτέχνες. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Νίκος Κούνδουρος. Λίγα χρόνια μετά έκανε την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο στην ταινία του «Μαγική Πόλις», ενώ μέχρι το 1959 έπαιξε σε μικρούς ρόλους που άφησαν όμως εποχή.
Δεν σπούδασε ποτέ του υποκριτική. Φανταστείτε το έμφυτο ταλέντο αυτού του ανθρώπου, στο δύσκολο είδος της κωμωδίας. Πήρε άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος λόγω «μεγάλου ταλέντου» από ειδική επιτροπή. Ανέβηκε και στην σκηνή του θεάτρου δίπλα στον Νίκο Ρίζο και τον Γιάννη Γκιωνάκη, στην επιθεώρηση «ομόνοια πλατς πλουτς». Στο πλευρό του σκηνοθέτη Πάνου Γλυκοφρύδη, απέκτησε αυτήν την εικόνα που έχουμε μέχρι σήμερα για αυτόν. Του μεροκαματιάρη, που τρέχει από εδώ και από εκεί, χωρίς σταματημό, που βάζει τις φωνές και είναι πάντα ηθικός και πρόθυμος να βοηθήσει οποιονδήποτε. Ό, τι σχεδόν ήταν και στην ζωή του δηλαδή
Έπαιξε σε δεκάδες ταινίες και το κοινό τον αγάπησε. «Ο δράκος», «Μανταλένα», «Ο Ηλίας του 16ου», «Ποτέ την Κυριακή» και ως πρωταγωνιστής στις ταινίες «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης», «Οι δοσατζήδες» (όπου ήταν συγκινητικός), «Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ», «Ο παπατρέχας» κ.α.
Από το 1964 ίδρυσε την δική του εταιρεία, την «ΘΒ – Ταινίες Γέλιου». Για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε (αλλά και σκηνοθετούσε) στις καλύτερες ταινίες της καριέρας του , τις οποίες βλέπουμε μέχρι σήμερα. «Φανερός πράκτωρ 000», «Ποιος Θανάσης;», «Τρελός, παλαβός και Βέγγος», είναι μερικές από τις κωμωδίες που κατά γενική ομολογία υπήρξαν τουλάχιστον μισό αιώνα μπροστά από την εποχή τους
Το 1971 έρχεται και η καταξίωση στα βραβεία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ο Ντίνος Κατσουρίδης σκηνοθετεί την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;», με το κοινό και τους κριτικούς να τον αποθεώνουν, για την ανεπανάληπτη ερμηνεία του σε αυτόν τον γλυκόπικρο ρόλο/ Τιμήθηκε με το βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου, όπως και την επόμενη χρονιά, με την ταινία «Θανάση, πάρε το όπλο σου!»
Πέθανε στις 3 Μαΐου του 2011, σε ηλικία 84 ετών. Τα τελευταία δυο χρόνια η κατάσταση της υγείας του δεν ήταν καλή, υποφέροντας από εγκεφαλικά επεισόδια που τον κράτησαν για αρκετό καιρό στο νοσοκομείο
Ο αρχαίος Έλλην ήταν ωραίος, αθλητικός, με νουν και σώμα υγιές· ο διαχρονικός Έλληνας είναι ωραίος σαν Έλληνας, σαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Αθανάσιο Διάκο, σαν τον Σίμωνα Μπολιβάρ· Ο Νεοέλληνας πώς είναι; Σαν τον Θανάση Βέγγο: σκονισμένος. Ο ρόλος του Βέγγου ερμηνεύεται σε σχέση με την ανάγκη που πέρασε τον Θανάση από τη γη στην οθόνη κι εκεί τον καθιέρωσε: την ανάγκη του κόσμου να έχει απέναντί του έναν δίμορφο Θανάση. Τον ρεαλιστικό φουκαρά, μα και τον άλλο, τον υπερρεαλιστή, τον εκδικητή της πολύπαθης περιπλάνησής του. Ανάγκη τυφλή όπως αυτή που γέννησε, έπειτα από αιώνες, τον Θανάση τον Νεοέλληνα. Πάντως, ο Βέγγος είναι δημιούργημα μιας τέτοιας ανάγκης και, κατά συνέπεια, επαναφέρει και διακωμωδεί τα τραγικά συμβάντα της φυλής. Εύκολα μπορεί στην μυθοπλασία των ταινιών του να ξεχωρίσει το καλό από το κακό (κύριο χαρακτηριστικό στον χαρακτήρα του Θανάση), σύμφωνα με την παραδοσιακή ηθική, μα η παραπέρα εξέλιξη του μύθου δεν αφήνει περιθώρια συνθέσεων, παράθυρα λύσεων. Μόνη λύση η υπέρβαση με το σύστημα των δικών του αυτοματικών λειτουργιών ή ακολουθώντας ενστικτωδώς τα τυχαία συμβάντα που διέπονται από βουλές άγνωστων θεών.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου