Όταν θυσιάζεις τα
πάντα για να ακολουθήσεις τα όνειρα σου δεν μπορείς ποτέ να γνωρίζεις αν έκανες
εν τέλει τις σωστές επιλογές. Ακόμα και αν η ζωή σε οδηγήσει μίλια μακριά από τους
στόχους σου, ακόμα και αν σου δώσει το δώρο της επιτυχίας ένα είναι σίγουρο...
μια «πικρόγλυκη γεύση» θα χαρακτηρίζει τις διηγήσεις σου.
Θυμάμαι κάποτε, όχι πριν πολλά χρόνια αλλά ούτε και αρκετά
θα έλεγα, τότε που συνήθιζα να περιπλανιέμαι ελεύθερη, είχα συναντήσει έναν περιπλανώμενο
μουσικό. Ήταν καθισμένος στην άκρη μιας
πλατείας , κουρελιάρης και υπερβολικά ταλαιπωρημένος. Έπαιζε χαμογελαστός μια
καφετιά σημαδεμένη κιθάρα. Μου είχε κάνει, θυμάμαι, μεγάλη εντύπωση η δεξιοτεχνία του καθώς και η απρόσβλητη
διάθεση του , και έτσι αποφάσισα να κάτσω δίπλα του βγάζοντας και εγώ την κιθάρα μου και να τον συντροφέψω μουσικά.
Παίξαμε και τραγουδήσαμε μαζί για πολλές ώρες ,μέχρι που ο
ήλιος έδυσε. Έπειτα πήραμε μερικές μπύρες, με τα λεφτά που είχαμε μαζέψει, από
ένα συνοικιακό μαγαζάκι και πήγαμε μπροστά στην θάλασσα. Αρχίσαμε να μιλάμε για
την μουσική ,ώσπου δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και τον ρώτησα πως ήταν δυνατόν ένας τόσο ταλαντούχος μουσικός σαν αυτόν να παίζει στις
πλατείες για ψοροδεκάρες. Τότε άρχισε να μου διηγείται την ζωή του - φαινόταν
πως είχε πολύ καιρό να μιλήσει με άνθρωπο και ότι είχε πραγματικά ανάγκη να
μοιραστεί τις αναμνήσεις του. Μου μίλησε για την ζωή του σαν παιδί , την πρώτη
φορά που άγγιξε κιθάρα , τις σπουδές τους πάνω στην μουσική , την μέρα που συνάντησε
την γυναίκα του καθώς και την στιγμή που αντίκρισε τα μάτια της κορούλας του. Σε
εκείνο το μέρος της διήγησης του θυμάμαι καθαρά την σιωπή του , το βούρκωμα στα
μάτια του και έπειτα τα λόγια του σε έναν απόκοσμο τόνο, « Μου αφήνουν μια πικρόγλυκη γεύση όσα σου λέω…» Έπειτα από αυτή την φράση περάσαμε αρκετή ώρα δίχως
να μιλάμε ακούγοντας τα κύματα.
Αν ήταν ο γαλήνιος ήχος των κυμάτων που του έδωσε κουράγιο ή
η παγωμένη μπύρα που κυλούσε στον κοκαλιασμένο λαιμό του, δεν μπορώ να είμαι απολύτως σίγουρη , παρόλα αυτά συνέχισε
την διήγηση του. Μου μίλησε για την επιτυχία του στην κρατική ορχήστρα , τα
ταξίδια του , τον χωρισμό του , τον θάνατο του παιδιού του , την παύση της καριέρας
του λόγο κρατικών περικοπών και τέλος τον αλκοολισμό. « Έχασα την γυναίκα μου ,
δεν αποχαιρέτησα την κόρη μου που πέθαινε και όλα αυτά για να είμαι μαζί της,
όλα για αυτήν την κιθάρα που στο τέλος με πρόδωσε!» μου είπε και ρίχνοντας ένα
κλεφτό χαμόγελο συμπλήρωσε, «Όμως τι και
αν με πρόδωσε; Είναι ακόμα εδώ , μαζί μου. Ήταν το όνειρό μου . Και το όνειρό
μου ποτέ δεν με εγκατέλειψε.» Έτσι έκλεισε την διήγηση του , μάζεψε τα πράγματά
του με χαιρέτισε με τον στρατιωτικό τρόπο και έτρεξε να προλάβει το βραδινό λεωφορείο
για την πόλη.
Μην με ρωτήσετε το όνομα του ,τα χρόνια το έσβησαν από την
μνήμη μου. Για ένα πράγμα μπορώ να μιλήσω με σιγουριά, το όνειρό του όντως ποτέ
δεν τον εγκατάλειψε. Σε όσες θυσίες και αν τον οδήγησε, αυτός το κράτησε μέσα στην
ψυχή του . Δεν θα μάθουμε ποτέ αν έκανε τις σωστές επιλογές και ποιος άλλωστε είναι αυτός που
μπορεί να κρίνει το σωστό από το λάθος
στην ζωή ενός άλλου ανθρώπου. Το μόνο που θα μπορούσαμε ίσως να πούμε εν τέλει, είναι ότι το ταξίδι προς την κατάκτηση των ονείρων είναι μάλλον αυτό που χαρίζει αυτήν την «πικρόγλυκη γεύση» στις διηγήσεις .
Αφιερωμένο στον περιπλανώμενο κιθαρίστα φίλο μου με εκτίμηση…
ΣΙΣΣΥ ΜΑΚΡΙΔΟΥ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου