ΑΣ ΔΙΑΒΑΣΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ! Το διήγημα της εβδομάδας: «Η Σελήνη» (Μέρος 5ο)


Η ΣΕΛΗΝΗ

(συνέχεια...)
Η αδελφή μου μοιάζει στη μητέρα μου, έχει τα ίδια ακριβώς μαλλιά. Μπορεί και τα μάτια της να είναι ίδια με της μητέρας. Οι ίριδες των καστανών ματιών της, ίσως κανονικά να είναι ανοιχτό γαλάζιο. Φοράει φακούς επαφής, ούτε όταν κοιμάται δε τους αλλάζει.
«Περάσαμε τη νύχτα μαζί. Αν υπάρχει παράδεισος, εγώ τον γεύτηκα νωρίτερα. Στο ξημέρωμα της επόμενης ημέρας, παρατήρησα τη προετοιμασία της για να φύγει. Πότε θα σε ξανά δω; Της φώναξα. Άκουσα το γέλιο της, να εξαπλώνεται στον αέρα. Δεν ξανά έφυγα από εκείνο το μέρος, ήμουν αποφασισμένος να την περιμένω για όσο χρειαστεί.
Ένας χρόνος πέρασε, κοίταζα τον ουρανό με επιμονή, της φώναζα να κατέβει. Αναγνώρισα το φως της, προσγειώθηκε στο ίδιο σημείο. Ήταν διαφορετική. Δε περίμενε να με δει. Μου εξήγησε την ιστορία της.
- Είμαι η Κόρη του Ουρανού, ξεκίνησε να μου λέει διατηρώντας την αρχική μας απόσταση. Ονομάζομαι Σελήνη, τα αδέλφια μου είναι τα Άστρα. Ένας μάγος κάποτε επιχείρησε να με απαγάγει, κατάφερα να του ξεφύγω, για να με εκδικηθεί μάγεψε τα παιδιά μου. Η δουλειά μου είναι να φέρνω την Άνοιξη, τα λουλούδια είναι τα παιδιά μου. Ο μάγος το χειμώνα, μεταμορφώνει τα λουλούδια μου σε άγρια σαρκοφάγα πλάσματα.
Της αποκάλυψα τον έρωτα μου, εκείνη αντέδρασε γελώντας δυνατά. – Μια ψευδαίσθηση ήταν. Μου απάντησε. – Έγινα η φαντασίωση σου.
-Γίνε η αλήθεια μου. Της είπα, προκαλώντας την πάλι να γελάσει.
- Αν θέλεις να είσαι μαζί μου, πρέπει να αντέξεις τη κατάρα μου. Κανένας άλλος δε κατάφερε να το κάνει αυτό. Μου είπε, κάνοντας με να ζηλέψω.
-Θέλω να μοιραστώ την όμορφη κατάρα σου. Της είπα, έτοιμος για όλα.»
Η μητέρα μου δάγκωσε τις φλέβες του πατέρα μου, αφήνοντας το σημάδι του μισοφέγγαρου. Καταραμένος τις νύχτες τριγυρνάει ως Λυκάνθρωπος και στο γέμισμα του φεγγαριού υμνεί τον ουρανό ως ολοκληρωτικά μεταμορφωμένος Λύκος.
Θα αναρωτιέστε βέβαια, γιατί εγώ δεν έχω ανακαλύψει ακόμα την άγρια πλευρά μου. Η μητέρα μου ήθελε να μένει περισσότερο δίπλα στον πατέρα μου, τη βασάνιζε η αναμονή. Έκλεψε το σώμα μιας νεαρής γυναίκας, που είχε πεθάνει σε τροχαίο. Φυλάκισε τη μορφή της, μέσα σένα ξένο σώμα. Στη γέννηση μου, η κατάρα της δε μπορούσε να μου ασκήσει μεγάλη επιρροή. Πίστεψε το θάνατο του πατέρα μου, γιατί τον γνώρισε κανονικό άνθρωπο. Από τη θλίψη της εγκατέλειψε το ξένο σώμα, αφήνοντας τη μορφή της ξανά ελεύθερη.
Άκουσα έναν δυνατό θόρυβο, έντρομος γύρισα να δω. Ένας τεράστιος Λυκάνθρωπος στεκόταν, μπροστά στην είσοδο. Το κεφάλι του άγγιζε ταβάνι, είχε μουσούδα λύκου, το στέρνο του ήταν γυμνασμένο, τα μπράτσα του ήταν πολύ δυνατά, τα δάχτυλα του μακριά με μαύρα μυτερά νύχια. Από τη μέση και κάτω ήταν όμοιος με Λύκος, με χοντρά τριχωτά ποδιά και φαρδιές πατούσες. Μου φάνηκε λίγο αστεία η μακριά μαύρη ουρά του, που κουνιόταν ανάμεσα από τα πόδια του.
Πίσω του εμφανίστηκε ένας ακόμα Λυκάνθρωπος, λίγο πιο μικροκαμωμένος. Με πιο γλυκιά όψη. Κάτι μου θύμιζε αυτό το Λυκανθρωπάκι. Κοιτάζοντας το καλύτερα, θυμήθηκα. Μια νύχτα σηκώθηκα να πιώ νερό, είδα το συγκεκριμένος Λυκάνθρωπο να τριγυρνάει στο σαλόνι κρατώντας μερικά διπλωμένα ρούχα, από το φόβο μου έχασα τις αισθήσεις μου και λιποθύμησα. Το θυμάμαι σα να ήταν ένα όνειρο, το έχω και σε ζωγραφιά.
«Καλά θυμάσαι.» Άκουσα της φωνή της, μέσα στο κεφάλι μου. «Από ότι βλέπεις και καταλαβαίνεις, είμαι καταραμένη.» Μου είπε, λύγισε τα πόδια της και κάθισε στο πάτωμα.
Το βλέμμα μου καρφώθηκε πάνω στον τεράστιο Λυκάνθρωπο, που στεκόταν δίπλα της. «Πατέρα; Ο πατέρας μου είσαι έτσι δεν είναι;» Τον ρώτησα, περιμένοντας να ακούσω τη φωνή του.
«Δε μπορεί να σου μιλήσει. Ζει χρόνια απομονωμένος…» Μου απάντησε η αδελφή μου.
«Εσύ ήσουν εκείνο το βράδυ;» Τη ρώτησα.
«Όχι, ο πατέρας μου ήταν. Ήρθε απροειδοποίητα. Στην αρχή νόμισα, πως οι κυνηγοί μας εντόπισαν…»
«Ποιοι είναι αυτοί;» Τη διέκοψα.
«Παλιοί εχθροί του πατέρα μας.» Μου απάντησε, κάνοντας μια μικρή παύση. «Λοιπόν Ωρίων, ήρθε η στιγμή να πάρεις την απόφαση σου. Κάτι που εγώ δε μπόρεσα να κάνω.» Ακούστηκε πικραμένη. «Τι θέλεις να είσαι;» Με ρώτησε τονίζοντας περισσότερο, το ρήμα της πρότασης.
«Τι εννοείς; Μπορώ να επιλέξω αν θέλω να είμαι Λυκάνθρωπος ή Άνθρωπος; Στα αλήθεια μπορώ να το κάνω αυτό;» Δε καταλάβαινα τι μου γινόταν.
«Ναι.» Μου απάντησε, μονολεκτικά.
«Πού είναι η μητέρα;» Ρώτησα.
Ο πατέρας γρύλισε κατεβάζοντας, το κεφάλι του προς τα κάτω.
«Έχει πάρει τον όρκο της σιωπής, στη μνήμη της. Πήρε πολύ κατάκαρδα τον υποτιθέμενο θάνατο του και από τότε δεν εμφανίστηκε ξανά.»
«Εσύ έτσι θα είσαι από εδώ και πέρα;» Τη ρώτησα, δείχνοντας την.
«Δεν είχα την ευκαιρία της επιλογής.» Μου απάντησε, μονοτονικά.
«Θέλω να είμαι μαζί σου πατέρα!» Έτρεξα να τον αγκαλιάσω, εκείνος παρέμενε ψυχρός. Με έπιασε από τους ώμους, απομακρύνοντας με από εκείνον. Έπιασε το ένα μου χέρι και πήγε κοντά στο στόμα του.

«Κάνε κουράγιο.» Η φωνή της αδελφής μου, ακουγόταν σαν αντίλαλος μέσα στο κεφάλι μου.

ΤΕΛΟΣ

CONSTANTINE
Share on Google Plus

About KTIMA MORAITI

Με τα μάτια της Τέχνης,της Επιστήμης της Ειρωνίας, του Σαρκασμού αλλά και του Έρωτα και της Αγάπης ,βλέπουμε το σήμερα διαβάσουμε το χθες και ονειρευόμαστε το αύριο...
    Blogger Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΨΗΣΤΑΡΙΑ ΛΕΩΝΙΔΑΣ

ΨΗΣΤΑΡΙΑ ΛΕΩΝΙΔΑΣ
ΣΚΡΑ 9 / ΚΑΤΕΡΙΝΗ/ Τ.Κ. 60100 / ΤΗΛ: 2351029728, 2351025120

ΔΗΜΟΦΙΛΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ