Η ΣΕΛΗΝΗ
(συνέχεια...)
Πήδηξε
με φορά δίπλα μου, ρίχνοντας στην αγκαλιά μου δύο μαύρα κουτιά. «Χρόνια πολλά!»
Μου είπε χαρούμενη. «Να είσαι πάντα γερός και δυνατός.»
«Είσαι
καλά;» Τη ρώτησα.
«Δε
θα ανοίξει τα δώρα σου;» Με ρώτησε. «Μάλλον καλύτερα να σβήσεις πρώτα τα
κεράκια, περίμενε να φέρω τη τούρτα.» Έτρεξε γρήγορα, προς το ψυγείο.
Πρώτη
φορά έχει την όρεξη, να γιορτάσει μαζί μου τα γενέθλια μου. Συνήθως όταν ήμουν
παιδάκι με άφηνε μόνο μου σε κάποιο παιδότοπο, να ευχαριστηθώ παιχνίδι με τα
άλλα παιδιά. Λίγο πιο μεγάλος που ήμουν, έφηβος δηλαδή, μου έδινε την άδεια να
πάω σινεμά. Δε με αφήνει να κυκλοφορώ μόνος, μόνο την ημέρα των γενεθλίων μου
συνήθιζε να το κάνει. Να σας πω την αλήθεια, εγώ δεν ξέρω πότε έχει γενέθλια η
αδελφή μου. Την έχω ρωτήσει πολλές φορές, αλλά εκείνη αποφεύγει την απάντηση,
δε καταλαβαίνω το γιατί. Το μόνο που μου έχει πει, είναι η διαφορά ηλικίας που
έχουμε. Με βάση τη δική μου ημερομηνία γέννησης, υπολόγισα και έτσι ξέρω πόσων
χρονών είναι.
«Σβήσε
τα κεράκια.» Με πρόσταξε. «Θέλεις πρώτα να σου τραγουδήσω;» Με ρώτησε
χαρούμενη, περισσότερο αγχωμένη μου έμοιαζε. Πρόσεξα το μπλε καπελάκι πάνω στη
κορφή του κεφαλιού τους, κρατήθηκα να μη γελάσω.
«Εσύ
την έφτιαξες;» Τη ρώτησα, μη πιστεύοντας στα μάτια μου. Δεν έχει φτιάξει μέχρι
τώρα, ούτε ένα γλυκό. Δε ξέρω καν τι γεύση έχουν. Πότε δεν έχει αγοράσει γλυκά.
Μόνο κρέας και πατάτες.
«Μην
ανησυχείς. Έχω μάθει να ξεχωρίζω, την άχνη ζάχαρη από το ποντικοφάρμακο.» Μου
απάντησε, πειράζοντας τα μαύρα μακριά μέχρι των ώμο μαλλιά μου. «Κάνε την ευχή
σου και σβήσε τα!» Με πρόσταξε ξανά.
Έκλεισα
ελαφρώς τα βλέφαρα μου, ευχήθηκα…Δε θα σας
αποκαλύψω το τι ευχήθηκα, διαφορετικά δε θα βγει αληθινό. Πήρα μια βαθιά
εισπνοή και φύσηξα τις φλόγες από τα
τέσσερα κεράκια. «Να κόψουμε τη τούρτα;» Τη ρώτησα με λαιμαργία, να δοκιμάσω
αυτό το γλύκισμα.
«Αργότερα.»
Μου απάντησε. «Άνοιξε τα δώρα.» Σήκωσε από το πάτωμα το πάτωμα το ένα μαύρο
κουτί, το άλλο είχε πέσει από την άλλη πλευρά.
Πήρα
το κουτί στα χέρια μου. «Βαρύ είναι.» Σχολίασα πριν τραβήξω και έβγαλα το
καπάκι. Ένα βιβλίο μεσαίου μεγέθους, μένα λεπτό δερμάτινο εξώφυλλο πράσινο στο
χρώμα και με πολλές σκληρές σελίδες. «Θα προτιμούσα ραδιόφωνο.» Της είπα, με
παράπονο. «Όμως σε ευχαριστώ.» Χαμογέλασα γλυκά, νιώθοντας συγκίνηση. Πήρα να
ανοίξω και το άλλο κουτί. «Και άλλο βιβλίο.» Ήταν ίδιο με το πρώτο. «Έχει και
τρίτο; Είναι κάποια τριλογία;»
«Σου
αρέσουν;» Με ρώτησε ευγενικά.
«Ωραία
είναι. Σε ευχαριστώ.» Ήμουν έτοιμος να βάλω τα κλάματα, συγκρατήθηκα όμως. Αν
άφηνα τον εαυτό μου να κλάψει, θα θύμωνε μαζί μου βάζοντας μου τις φωνές. Δε
της αρέσει καθόλου να δείχνω αδύναμος. Μια φορά ένα αγοράκι με το οποίο κάναμε
παρέα στο παιδότοπο, διότι κάθε φορά που πήγαινα ήταν εκεί, με ρώτησε για τη
μητέρα μου και τον πατέρα μου και εγώ του απάντησα πως δεν έχω. Εκείνο φώναζε
δυνατά «Δεν έχει μαμά! Δεν έχει μπαμπά!» Δείχνοντας με. Έβαλα τα κλάματα, έκλαιγα
με λυγμούς, χτυπούσα με δύναμη όποιον με πλησίαζε. Χωρίς να το καταλάβω, έσπασα
τη μύτη της κοπέλας που ήταν υπεύθυνη, τη στιγμή που εκείνη πήγε να με πάρει
αγκαλιά, για να με ηρεμήσει. Έσπασα ότι παιχνίδι βρισκόταν μπροστά μου, θυμάμαι
να κρατάω στα χέρια μου μια κούκλα και από το θυμό μου να τη χωρίζω στα δύο.
Μόνο η αδελφή μου κατάφερε να με ηρεμήσει, με πήρε στην αγκαλιά της, ήταν τόσο
ζεστό το δέρμα της. Η θερμότητα που έκπεμπε, γαλί άσε αμέσως την οργή μέσα μου.
Όμως εκείνη, είχε θυμώσει πάρα πολύ μαζί μου. Δε μου μιλούσε και πολύ για
κάμποσο διάστημα.
(συνεχίζεται...)
CONSTANTINE
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου