Εκείνος ήταν ένα μήνυμα «Που είσαι;» τα χαράματα. Εκείνη
ήταν η απάντηση μετά από δύο λεπτά, δύο μέρες ή δύο μήνες. Εκείνος ήταν ένα
τσιγάρο και ένα ποτήρι κρασί –ποτέ ένα- για να διώξει τη στεναχώρια του, και
εκείνη ήταν το μαξιλάρι του, που θα ξάπλωνε όταν θα ήταν λιώμα. Εκείνος ήταν
σιωπή στο τηλέφωνο και εκείνη μια ανάσα. Εκείνος ήταν δάκρυα κι εκείνη
περισσότερα δάκρυα.
Εκείνος ήταν το δικό της μαξιλάρι κι ένα χάδι, κι εκείνη μια
αγκαλιά όταν αυτός τη χρειαζόταν. Εκείνος μια ειρωνεία και αυτή μια ακόμη
μεγαλύτερη. Εκείνος ένα πλατύ χαμόγελο κι εκείνη μια μελαγχολία που ήταν
ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της. Εκείνος σκασμένος κι εκείνη το ίδιο. Για
διαφορετικούς λόγους. Εκείνος μια αγκαλιά στο κρεβάτι και εκείνη ένα κουμπί σε
αυτή την αγκαλιά. Εκείνος γιόρταζε κι εκείνη όμως το ίδιο. Όχι γιατί ήταν και
για τους δυο «η μέρα τους». Εκείνη γιόρταζε που ένιωθε κάπως ζωντανή και πάλι.
Εκείνος σε ένα αμάξι πιωμένος κι εκείνη σε ένα άλλο αμάξι ακόμη πιο πιωμένη. Το
μόνο που τους συνδέει είναι κλήσεις, μηνύματα και μια εκνευριστική ρομποτική
γυναικεία φωνή που λέει με στόμφο «Ο συνδρομητής που καλέσατε είναι
κατειλημμένος» στο ένα από τα δυο ακουστικά.
Εκείνος ήταν ένας μεγάλος απροσπέλαστος τοίχος που φώναζε
“φύγε μακριά μου” κι εκείνη έχτιζε γέφυρες για να φτάσει το φρούριο του. Κι
εκείνη είχε το δικό της φρούριο, μα είχε αφήσει το κλειδί κάτω από το χαλάκι
–χωρίς εκείνος να το ξέρει. Εκείνος ήταν όμορφα στιχάκια πάνω από τραγούδια και
κάτω από φωτογραφίες, μερικές φορές κάπως μελαγχολικά. Εκείνη από την άλλη ήταν
πάντοτε μουσική. Ήταν ένας πίνακας και ένα γράμμα –ή δύο. Εκείνος δε μιλούσε
πολύ, ποτέ δε μιλούσε πολύ. Μιλούσε με τα μάτια. Εκείνη πάλι μιλούσε για όλα ή για τίποτα.
Εκείνος σιωπή και εκείνη το ίδιο. Εκείνος στη μια γωνία και
εκείνη σε μια άλλη. Καμία επαφή μεταξύ τους. Εκείνος μόνος και εκείνη το ίδιο. Εκείνοι, έγιναν για πάντα πλέον,
εκείνος και εκείνη.
Από: Μικαέλα Πανηγυροπούλου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου